τρέχνος: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρέχνος''': -εος, τό, = [[τέρχνος]], Ἀνθ. Π. 15. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τρέχνος]]· [[στέλεχος]], [[κλάδος]], [[φυτόν]], [[βλάστημα]]». | |lstext='''τρέχνος''': -εος, τό, = [[τέρχνος]], Ἀνθ. Π. 15. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τρέχνος]]· [[στέλεχος]], [[κλάδος]], [[φυτόν]], [[βλάστημα]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους (τό) :<br /><i>dor. c.</i> [[τέρχνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = τέρχνος, a twig, AP15.25.6 (Besant.Ara), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1138] τό, dor, = τέρχνος, Dosiad. ara (XV, 25).
Greek (Liddell-Scott)
τρέχνος: -εος, τό, = τέρχνος, Ἀνθ. Π. 15. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρέχνος· στέλεχος, κλάδος, φυτόν, βλάστημα».
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
dor. c. τέρχνος.