αὐλαία: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλαία''': ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum [[παραπέτασμα]], «[[ἔξεστι]] δὲ καὶ τὸ [[παραπέτασμα]] αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ [[ἐννέα]] ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι [[μέρος]] αὐτῆς αὐλαίᾳ·», [[Πολυδ]]. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 ([[ἔνθα]] -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: [[ὡσαύτως]], [[τάπης]], [[αὐτόθι]] 40.
|lstext='''αὐλαία''': ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum [[παραπέτασμα]], «[[ἔξεστι]] δὲ καὶ τὸ [[παραπέτασμα]] αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ [[ἐννέα]] ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι [[μέρος]] αὐτῆς αὐλαίᾳ·», [[Πολυδ]]. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 ([[ἔνθα]] -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: [[ὡσαύτως]], [[τάπης]], [[αὐτόθι]] 40.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> rideau, tenture de porte;<br /><b>2</b> tapis.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλαία Medium diacritics: αὐλαία Low diacritics: αυλαία Capitals: ΑΥΛΑΙΑ
Transliteration A: aulaía Transliteration B: aulaia Transliteration C: avlaia Beta Code: au)lai/a

English (LSJ)

ἡ, (αὐλή)

   A curtain, Hyp.Fr.139, Thphr.Char.5.9, Men.834, Michel832.26 (Samos, iv B. C.), Plu.Alex.49; esp. in the theatre, Men.l.c.; hunting-net, Plu.Alex.40: in pl., screens to protect a wall against missiles, Ph.Bel.95.34.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλαία: ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum παραπέτασμα, «ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 (ἔνθα -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: ὡσαύτως, τάπης, αὐτόθι 40.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 rideau, tenture de porte;
2 tapis.
Étymologie: αὐλή.