Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῦχος''': -εος, τό, [[ἱμάτιον]] τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, [[ῥάκος]], τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, [[αὐτόθι]] 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], δι’ ἱματίων... [[οἷον]] τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι [[πανταχοῦ]] ῡ, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[τρύχω]]].
|lstext='''τρῦχος''': -εος, τό, [[ἱμάτιον]] τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, [[ῥάκος]], τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, [[αὐτόθι]] 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], δι’ ἱματίων... [[οἷον]] τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι [[πανταχοῦ]] ῡ, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[τρύχω]]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> haillon, loque;<br /><b>2</b> τὰ τρύχη vêtement de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[τρύχω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦχος Medium diacritics: τρῦχος Low diacritics: τρύχος Capitals: ΤΡΥΧΟΣ
Transliteration A: trŷchos Transliteration B: trychos Transliteration C: trychos Beta Code: tru=xos

English (LSJ)

εος, τό,

   A worn out, tattered garment, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.Fr.777; τρύχει πέπλων E.El.501, cf. Thphr.HP3.8.6: pl., rags, tatters, E.El.185 (lyr.), Ph.325 (lyr.), Ar.Ach. 418.    II rent, δι' ἱματίων . . οἷον τ. ἐποίησεν Arist.Mete.371a28.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦχος: -εος, τό, ἱμάτιον τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, ῥάκος, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, αὐτόθι 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. σχίσμα, ῥῆγμα, δι’ ἱματίων... οἷον τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι πανταχοῦ ῡ, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ τρύχω].

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 haillon, loque;
2 τὰ τρύχη vêtement de deuil.
Étymologie: τρύχω.