ὀρταλίς: Difference between revisions

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
(6_12)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρτᾰλίς''': -ίδος, ἡ, νεογνὸν [[ζῷον]], οἱονδήποτε, Λατ. pullus, [[νεοσσός]], νεογνὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]]· [[καθόλου]] πτηνὸν κατοικίδιον, «ὀρνίθι», Νικ. Ἀλ. 295. - Βοιωτ. λέξ. πρβλ. [[ὀρτάλιχος]]
|lstext='''ὀρτᾰλίς''': -ίδος, ἡ, νεογνὸν [[ζῷον]], οἱονδήποτε, Λατ. pullus, [[νεοσσός]], νεογνὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]]· [[καθόλου]] πτηνὸν κατοικίδιον, «ὀρνίθι», Νικ. Ἀλ. 295. - Βοιωτ. λέξ. πρβλ. [[ὀρτάλιχος]]
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρταλίς]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[νεογνό]] πτηνού, [[νεοσσός]]<br /><b>2.</b> κατοικίδιο [[πτηνό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀρτ</i>-[[αλίς]], με [[επίθημα]] -[[αλίς]] (<b>πρβλ.</b> [[δορκάς]]: <i>δορκ</i>-[[αλίς]]) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. [[ὀρτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>θέ</i>-<i>ορτος</i>, <i>κονί</i>-<i>ορτος</i>) του ρ. [[ὄρνυμι]] «[[σηκώνω]], [[εγείρω]]» και δηλώνει τα νεογνά τών πτηνών που προσπαθούν να πετάξουν. Δυσχερέστερη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὄρνις]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτᾰλίς Medium diacritics: ὀρταλίς Low diacritics: ορταλίς Capitals: ΟΡΤΑΛΙΣ
Transliteration A: ortalís Transliteration B: ortalis Transliteration C: ortalis Beta Code: o)rtali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A fowl, Nic. Al.294.

German (Pape)

[Seite 387] (von ὄρνυμι, mit ὄρνις verwandt), ίδος, ἡ, dor. u. poet. = νεοσσός, σκύμνος, das Junge eines Thieres, bes. junger Vogel, Küchlein, Nic. Al. 295. Häufiger in den abgeleiteten Formen.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτᾰλίς: -ίδος, ἡ, νεογνὸν ζῷον, οἱονδήποτε, Λατ. pullus, νεοσσός, νεογνὸν πτηνόν, ὀρνίθιον· καθόλου πτηνὸν κατοικίδιον, «ὀρνίθι», Νικ. Ἀλ. 295. - Βοιωτ. λέξ. πρβλ. ὀρτάλιχος

Greek Monolingual

ὀρταλίς, η (Α)
1. νεογνό πτηνού, νεοσσός
2. κατοικίδιο πτηνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρτ-αλίς, με επίθημα -αλίς (πρβλ. δορκάς: δορκ-αλίς) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. ὀρτός (πρβλ. θέ-ορτος, κονί-ορτος) του ρ. ὄρνυμι «σηκώνω, εγείρω» και δηλώνει τα νεογνά τών πτηνών που προσπαθούν να πετάξουν. Δυσχερέστερη φαίνεται η σύνδεση της λ. με το ὄρνις.