παρήορος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρήορος''': (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. [[παράορος]], ον, ὁ [[δεύτερος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[παρηόριος]], ον. ([[παραείρω]], πρβλ. [[συνήορος]], [[μετήορος]] = [[μετέωρος]])˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος [[ὅθεν]] [[παρήορος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες [[ζεῦγος]], (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. [[παρηορία]]. ΙΙ. εἰς [[μῆκος]] ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο [[παρήορος]] [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον [[δέμας]] κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν [[ῥόος]], μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ [[ῥοῦς]] τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ [[παρήορος]] [[ἵππος]] συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], [[ἐπεὶ]] οὔ τι [[παρήορος]] οὐδ’ [[ἀεσίφρων]] [[ἦσθα]] [[πάρος]] Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον [[ὄμμα]] τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον [[νόημα]] Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου [[παρήορος]], ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον [[πάραρος]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει : «παρηρία˙ [[μωρία]]» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. [[παραείρω]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.
|lstext='''παρήορος''': (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. [[παράορος]], ον, ὁ [[δεύτερος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[παρηόριος]], ον. ([[παραείρω]], πρβλ. [[συνήορος]], [[μετήορος]] = [[μετέωρος]])˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος [[ὅθεν]] [[παρήορος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες [[ζεῦγος]], (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. [[παρηορία]]. ΙΙ. εἰς [[μῆκος]] ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο [[παρήορος]] [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον [[δέμας]] κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν [[ῥόος]], μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ [[ῥοῦς]] τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ [[παρήορος]] [[ἵππος]] συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], [[ἐπεὶ]] οὔ τι [[παρήορος]] οὐδ’ [[ἀεσίφρων]] [[ἦσθα]] [[πάρος]] Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον [[ὄμμα]] τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον [[νόημα]] Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου [[παρήορος]], ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον [[πάραρος]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει : «παρηρία˙ [[μωρία]]» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. [[παραείρω]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> suspendu en dehors, <i>d’où</i><br /><b>1</b> ὁ [[παρήορος]] ([[ἵππος]]) cheval de volée <i>ou</i> de main;<br /><b>2</b> étendu à côté, hors du chemin;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui a l’esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[παραείρω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρήορος Medium diacritics: παρήορος Low diacritics: παρήορος Capitals: ΠΑΡΗΟΡΟΣ
Transliteration A: parḗoros Transliteration B: parēoros Transliteration C: parioros Beta Code: parh/oros

English (LSJ)

so in Ep. and Ion., but Dor. and Att. παράορος [ρᾱ], ον (as always in Trag.), also Dor. πάρᾱρος Theoc.15.8 : (παραείρω, cf. συνήορος) : -

   A joined or hung beside : hence παρήορος (sc. ἵππος), horse which draws by the side of the regular pair (ξυνωρίς), outrunner, = σειραφόρος, Il.16.471,474, D.H.7.73.    II lying along, outstretched, sprawling, ἔκειτο π. ἔνθα καὶ ἔνθα 11.7.156 ; ἀχρεῖον καὶ π. δέμας κεῖται A.Pr.365.    III metaph., reckless, senseless, οὔ τι π. οὐδ' ἀεσίφρων Il.23.603, cf. Theoc. l.c. ; π. ὄμμα τιταίνειν Tryph.371 ; νόου παρήορος distraught, Archil.56.5.

Greek (Liddell-Scott)

παρήορος: (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. παράορος, ον, ὁ δεύτερος οὗτος τύπος ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς ὡσαύτως παρηόριος, ον. (παραείρω, πρβλ. συνήορος, μετήορος = μετέωρος)˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος ὅθεν παρήορος (ἐξυπακ. ἵππος), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες ζεῦγος, (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ παράσειρος, σειραφόρος, Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. παρηορία. ΙΙ. εἰς μῆκος ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον δέμας κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - οὕτως ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν ῥόος, μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ ῥοῦς τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ παρήορος ἵππος συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), ἀπερίσκεπτος, ἄφρων, ἀνόητος, ἐπεὶ οὔ τι παρήορος οὐδ’ ἀεσίφρων ἦσθα πάρος Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον ὄμμα τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον νόημα Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου παρήορος, ἔξω φρενῶν, παράφρων, - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον πάραρος ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει : «παρηρία˙ μωρία» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. παραείρω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. suspendu en dehors, d’où
1παρήορος (ἵππος) cheval de volée ou de main;
2 étendu à côté, hors du chemin;
3 fig. qui a l’esprit égaré.
Étymologie: παραείρω.