ἀστερίας: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(6_19) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστερίας''': -ου, ὁ, [[ἀστερόεις]], [[ποικίλος]], ἑπομ., Ι. [[εἶδος]] γαλεοῦ (θαλασσ. ἰχθύος), «ὁ δὲ Σουνίνιος (Voyag. en Grèce τ. 2. σ. 212) σκυλόψαρον παρ’ ἡμῖν νῦν λέγεσθαί φησι τῶν γαλεῶν τὸν καλούμενον ἀστερίαν (τὸν τοῦ Λινναίου Squalus stellaris), [[ὅπερ]] ἐστὶν ὁ αὐτὸς τῷ παρ’ Ἀριστοτέλει καλουμένῳ ποικίλῳ» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 187, Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 10, 1. ΙΙ. πτηνόν, 1) ἐρωδιὸς ὁ [[ἀστερίας]], Λατ. ardea stellaris, τῶν δ’ ἐρωδιῶν ἐστὶ [[τρία]] γένη, ὅτε πέλλος καὶ ὁ λευκὸς καὶ ὁ [[ἀστερίας]] ὁ αὐτ. 9. 1, 23. 2) [[εἶδος]] ἱέρακος, ὁ αὐτ. 9. 36, 1. | |lstext='''ἀστερίας''': -ου, ὁ, [[ἀστερόεις]], [[ποικίλος]], ἑπομ., Ι. [[εἶδος]] γαλεοῦ (θαλασσ. ἰχθύος), «ὁ δὲ Σουνίνιος (Voyag. en Grèce τ. 2. σ. 212) σκυλόψαρον παρ’ ἡμῖν νῦν λέγεσθαί φησι τῶν γαλεῶν τὸν καλούμενον ἀστερίαν (τὸν τοῦ Λινναίου Squalus stellaris), [[ὅπερ]] ἐστὶν ὁ αὐτὸς τῷ παρ’ Ἀριστοτέλει καλουμένῳ ποικίλῳ» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 187, Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 10, 1. ΙΙ. πτηνόν, 1) ἐρωδιὸς ὁ [[ἀστερίας]], Λατ. ardea stellaris, τῶν δ’ ἐρωδιῶν ἐστὶ [[τρία]] γένη, ὅτε πέλλος καὶ ὁ λευκὸς καὶ ὁ [[ἀστερίας]] ὁ αὐτ. 9. 1, 23. 2) [[εἶδος]] ἱέρακος, ὁ αὐτ. 9. 36, 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br />n. popular de anim. moteados [[el estrellado]]<br /><b class="num">I</b> ict. pequeño escualo prob. [[mustela]] Philyll.1, Arist.<i>HA</i> 543<sup>a</sup>17.<br /><b class="num">II</b> orn.<br /><b class="num">1</b> un tipo de [[garza]] o [[alcaraván]] Arist.<i>HA</i> 609<sup>b</sup>22, 617<sup>a</sup>5, Call.<i>Fr</i>.427, Plin.<i>HN</i> 10.164.<br /><b class="num">2</b> un tipo de [[halcón]] Arist.<i>HA</i> 620<sup>a</sup>18.<br /><b class="num">3</b> un tipo de [[águila]] (prob. error) Ael.<i>NA</i> 2.39. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A starred: hence, I a fish, Squalus stellaris, Philyll.1.2, Arist.HA543a17. II a bird, 1 perh. bittern, Ardea stellaris, ib.609b22. 2 a kind of hawk, ib.620a18; = χρυσάετος, Ael.NA2.39.
German (Pape)
[Seite 375] ὁ, gestirnt, gefleckt, Beiwort einer Art ἐρωδιός Arist. H. A. 9, 1; ἱέραξ 9, 36; γαλεός, eine Art Haifisch, s. Philist. St. B. Γαλεῶται.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερίας: -ου, ὁ, ἀστερόεις, ποικίλος, ἑπομ., Ι. εἶδος γαλεοῦ (θαλασσ. ἰχθύος), «ὁ δὲ Σουνίνιος (Voyag. en Grèce τ. 2. σ. 212) σκυλόψαρον παρ’ ἡμῖν νῦν λέγεσθαί φησι τῶν γαλεῶν τὸν καλούμενον ἀστερίαν (τὸν τοῦ Λινναίου Squalus stellaris), ὅπερ ἐστὶν ὁ αὐτὸς τῷ παρ’ Ἀριστοτέλει καλουμένῳ ποικίλῳ» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 187, Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 10, 1. ΙΙ. πτηνόν, 1) ἐρωδιὸς ὁ ἀστερίας, Λατ. ardea stellaris, τῶν δ’ ἐρωδιῶν ἐστὶ τρία γένη, ὅτε πέλλος καὶ ὁ λευκὸς καὶ ὁ ἀστερίας ὁ αὐτ. 9. 1, 23. 2) εἶδος ἱέρακος, ὁ αὐτ. 9. 36, 1.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
n. popular de anim. moteados el estrellado
I ict. pequeño escualo prob. mustela Philyll.1, Arist.HA 543a17.
II orn.
1 un tipo de garza o alcaraván Arist.HA 609b22, 617a5, Call.Fr.427, Plin.HN 10.164.
2 un tipo de halcón Arist.HA 620a18.
3 un tipo de águila (prob. error) Ael.NA 2.39.