χαλκεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκεύς''': έως, ὁ: πληθ. χαλκεῖς, Ἀττ. -ῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Πλάτ. Πολ. 378D, Ἐπικ. -ῆες (ἴδε κατωτ.)· αἰτ. χαλκέας Πλάτ. Συμπ. 221Α, Πολ. 428D, χαλκεῖς Πλούτ. 2. 214Α· ― ὁ τὸν χαλκὸν ἐργαζόμενος, [[χαλκουργός]], ἀντίθετον τῷ [[τέκτων]], (ξυλουργὸς) (Πλάτ. Πολ. 370D), ἣν [ἀσπίδα] χαλκεὺς ἤλασεν Ἰλ. Μ. 295, κλπ.· μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες Δ. 187, 216. 2) [[καθόλου]], ὁ ἐργαζόμενος τὰ μέταλλα, [[χρυσοχόος]], [[τοὐλάχιστον]] ἐν Ὀδ. Γ. 425 ὁ [[χρυσοχόος]] καλεῖται χαλκεὺς (432)· ― [[σιδηρουργός]], πρβλ. Ὀδ. Ι. 391 πρὸς 393· καί, [[ἐπειδὴ]] ὁ [[σίδηρος]] ἀντικατέστησε πάντα τὰ λοιπὰ μέταλλα πρὸς κοινὴν χρῆσιν, τὸ χαλκεὺς κατήντησε νὰ τίθηται ἀντὶ τοῦ [[σιδηρεύς]], [[σιδηρουργός]], (χ. καλεῖται ὁ τὸν [[σίδηρον]] ἐργαζόμενος Ἀριστ. Ποιητ. 25, 21), Ἡρόδ. 1. 68, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Ἑλλην. 3. 4, 17· ἀνὴρ χ. Ἡρόδ. 4. 200· χαλ. χαλκοῦ καὶ σιδήρου Ἑβδ. (Γένεσ. Δ΄, 22)· πρβλ. [[χαλκός]], [[χαλκεία]], [[χαλκεῖον]]. ΙΙ. [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] φέρων [[μέλαν]] [[στίγμα]] κατὰ τὰ νῶτα, Ὀππ. Κυν. 1. 133· [[διάφορος]] τῆς χαλκίδος, Ἀθήν. 328D.
|lstext='''χαλκεύς''': έως, ὁ: πληθ. χαλκεῖς, Ἀττ. -ῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Πλάτ. Πολ. 378D, Ἐπικ. -ῆες (ἴδε κατωτ.)· αἰτ. χαλκέας Πλάτ. Συμπ. 221Α, Πολ. 428D, χαλκεῖς Πλούτ. 2. 214Α· ― ὁ τὸν χαλκὸν ἐργαζόμενος, [[χαλκουργός]], ἀντίθετον τῷ [[τέκτων]], (ξυλουργὸς) (Πλάτ. Πολ. 370D), ἣν [ἀσπίδα] χαλκεὺς ἤλασεν Ἰλ. Μ. 295, κλπ.· μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες Δ. 187, 216. 2) [[καθόλου]], ὁ ἐργαζόμενος τὰ μέταλλα, [[χρυσοχόος]], [[τοὐλάχιστον]] ἐν Ὀδ. Γ. 425 ὁ [[χρυσοχόος]] καλεῖται χαλκεὺς (432)· ― [[σιδηρουργός]], πρβλ. Ὀδ. Ι. 391 πρὸς 393· καί, [[ἐπειδὴ]] ὁ [[σίδηρος]] ἀντικατέστησε πάντα τὰ λοιπὰ μέταλλα πρὸς κοινὴν χρῆσιν, τὸ χαλκεὺς κατήντησε νὰ τίθηται ἀντὶ τοῦ [[σιδηρεύς]], [[σιδηρουργός]], (χ. καλεῖται ὁ τὸν [[σίδηρον]] ἐργαζόμενος Ἀριστ. Ποιητ. 25, 21), Ἡρόδ. 1. 68, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Ἑλλην. 3. 4, 17· ἀνὴρ χ. Ἡρόδ. 4. 200· χαλ. χαλκοῦ καὶ σιδήρου Ἑβδ. (Γένεσ. Δ΄, 22)· πρβλ. [[χαλκός]], [[χαλκεία]], [[χαλκεῖον]]. ΙΙ. [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] φέρων [[μέλαν]] [[στίγμα]] κατὰ τὰ νῶτα, Ὀππ. Κυν. 1. 133· [[διάφορος]] τῆς χαλκίδος, Ἀθήν. 328D.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>I.</b> ouvrier en cuivre <i>ou</i> en airain, chaudronnier ; <i>p. ext.</i> ouvrier en métaux :<br /><b>1</b> celui qui travaille le fer, forgeron;<br /><b>2</b> celui qui travaille l’or, orfèvre;<br /><b>II.</b> <i>poisson de mer, vraisemblabl.</i> la dorée.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεύς Medium diacritics: χαλκεύς Low diacritics: χαλκεύς Capitals: ΧΑΛΚΕΥΣ
Transliteration A: chalkeús Transliteration B: chalkeus Transliteration C: chalkeys Beta Code: xalkeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ: pl. χαλκεῖς, Att.

   A -ῆς Ar.Av.490 (anap.), Pl.R.370d, Ep. -ῆες (v. infr.): acc. χαλκέας Id.Smp.221e, R.428d, χαλκεῖς Plu.2.214a:—coppersmith, opp. τέκτων (joiner, Pl.R.370d), ἣν [ἀσπίδα] χ. ἤλασεν Il.12.295, etc.; μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες 4.187,216.    2 generally, worker in metal, of a goldsmith, Od.3.432; of a worker in iron. 9.391; hence later, blacksmith, smith (χαλκέας τοὺς τὸν σίδηρον ἐργαζομένους Arist.Po.1461a29), Hdt.1.68, Ar.l.c., X.HG3.4.17; ἀνὴρ χ. Hdt.4.200; χ. χαλκοῦ καὶ σιδήρου LXXGe.4.22.    II John Dory, Zeus faber, Opp.H.1.133, prob. in Arist.HA535b18; distd. fr. χαλκίς, Ath.7.328d.

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, 1) der Erz- oder Kupferarbeiter, Kupferschmied; μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες Il. 4, 187. 216; ἣν (ἀσπίδα) χαλκεὺς ἤλασεν 12, 295; 15, 309 u. öfter; Ar. Av. 490; Plat. Prot. 319 d u. öfter, neben andern Handwerkern genannt. – Uebh. der Metallarbeiter, auch vom Goldschmiede, Od. 3, 432; als der Gebrauch des Eisens aufkam und den der übrigen Metalle überwog, der Eisenarbeiter, der Schmied; so Her. 1, 68. 4, 200; Xen. Hell. 3, 4,17; vgl. Poll. 7, 306. – Uebtr., jeder Verfertiger. – 2) ein Meerfisch, von einem schwarzen Fleck am Hintertheile benannt; Arist. H. A. 4, 9; Opp. Hal. 1, 133; Ael. H. A. 10, 11.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεύς: έως, ὁ: πληθ. χαλκεῖς, Ἀττ. -ῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Πλάτ. Πολ. 378D, Ἐπικ. -ῆες (ἴδε κατωτ.)· αἰτ. χαλκέας Πλάτ. Συμπ. 221Α, Πολ. 428D, χαλκεῖς Πλούτ. 2. 214Α· ― ὁ τὸν χαλκὸν ἐργαζόμενος, χαλκουργός, ἀντίθετον τῷ τέκτων, (ξυλουργὸς) (Πλάτ. Πολ. 370D), ἣν [ἀσπίδα] χαλκεὺς ἤλασεν Ἰλ. Μ. 295, κλπ.· μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες Δ. 187, 216. 2) καθόλου, ὁ ἐργαζόμενος τὰ μέταλλα, χρυσοχόος, τοὐλάχιστον ἐν Ὀδ. Γ. 425 ὁ χρυσοχόος καλεῖται χαλκεὺς (432)· ― σιδηρουργός, πρβλ. Ὀδ. Ι. 391 πρὸς 393· καί, ἐπειδὴσίδηρος ἀντικατέστησε πάντα τὰ λοιπὰ μέταλλα πρὸς κοινὴν χρῆσιν, τὸ χαλκεὺς κατήντησε νὰ τίθηται ἀντὶ τοῦ σιδηρεύς, σιδηρουργός, (χ. καλεῖται ὁ τὸν σίδηρον ἐργαζόμενος Ἀριστ. Ποιητ. 25, 21), Ἡρόδ. 1. 68, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Ἑλλην. 3. 4, 17· ἀνὴρ χ. Ἡρόδ. 4. 200· χαλ. χαλκοῦ καὶ σιδήρου Ἑβδ. (Γένεσ. Δ΄, 22)· πρβλ. χαλκός, χαλκεία, χαλκεῖον. ΙΙ. ἰχθὺς θαλάσσιος φέρων μέλαν στίγμα κατὰ τὰ νῶτα, Ὀππ. Κυν. 1. 133· διάφορος τῆς χαλκίδος, Ἀθήν. 328D.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
I. ouvrier en cuivre ou en airain, chaudronnier ; p. ext. ouvrier en métaux :
1 celui qui travaille le fer, forgeron;
2 celui qui travaille l’or, orfèvre;
II. poisson de mer, vraisemblabl. la dorée.
Étymologie: χαλκός.