πελεκῖνος: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελεκῖνος''': ὁ, παρυδάτιόν τι πτηνὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν πελεκάνων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, Ὄππ. Ἰξ. 2. 6˙ πρβλ. [[πελεκάν]]. ΙΙ. εἶδός τι φυτοῦ ἔχον [[σπέρμα]] ὅμοιον πελέκει, Λατ. securidaca, Ἱππ. 665. 48, «ἐν δὲ ταῖς ἀφάκαις (φιλεῖ γίνεσθαι) ὁ [[πελεκῖνος]] ὅμοιον τῇ ὄψει τῷ πελέκει» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3. [[Κατὰ]] Διοσκ. 3, 146 «[[ἡδύσαρον]], τὸ ὑπὸ τῶν μυρεψῶν καλούμενον [[πελεκῖνος]], [[θάμνος]] ἐστὶ φυλλάρια ἔχων ἐρεμβίνθῳ ὅμοια, λοβοὺς δὲ κερατίοις ἐοικότας, ἐν οἷς τὸ [[σπέρμα]] πυρρόν, ὅμοιον πελέκει ἀμφιστόμῳ, [[ὅθεν]] καὶ ὠνόμασται». ΙΙΙ. ἐν τῇ ξυλουργικῇ τέχνῃ, [[συναρμογή]] τις τῶν ξύλων «χελιδονουρά», Λατ. securicula, Βιτρούβ. 9. 9, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 251˙ ἐπίθ. πελεκῑνωτός, ή, όν, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''πελεκῖνος''': ὁ, παρυδάτιόν τι πτηνὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν πελεκάνων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, Ὄππ. Ἰξ. 2. 6˙ πρβλ. [[πελεκάν]]. ΙΙ. εἶδός τι φυτοῦ ἔχον [[σπέρμα]] ὅμοιον πελέκει, Λατ. securidaca, Ἱππ. 665. 48, «ἐν δὲ ταῖς ἀφάκαις (φιλεῖ γίνεσθαι) ὁ [[πελεκῖνος]] ὅμοιον τῇ ὄψει τῷ πελέκει» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3. [[Κατὰ]] Διοσκ. 3, 146 «[[ἡδύσαρον]], τὸ ὑπὸ τῶν μυρεψῶν καλούμενον [[πελεκῖνος]], [[θάμνος]] ἐστὶ φυλλάρια ἔχων ἐρεμβίνθῳ ὅμοια, λοβοὺς δὲ κερατίοις ἐοικότας, ἐν οἷς τὸ [[σπέρμα]] πυρρόν, ὅμοιον πελέκει ἀμφιστόμῳ, [[ὅθεν]] καὶ ὠνόμασται». ΙΙΙ. ἐν τῇ ξυλουργικῇ τέχνῃ, [[συναρμογή]] τις τῶν ξύλων «χελιδονουρά», Λατ. securicula, Βιτρούβ. 9. 9, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 251˙ ἐπίθ. πελεκῑνωτός, ή, όν, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pivert <i>ou pê</i> pélican, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> <i>t. d’archit.</i> poutre en forme de hache.<br />'''Étymologie:''' [[πέλεκυς]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ἡ) :<br />coronille <i>ou</i> séné bâtard, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πέλεκυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A pelican, Ar.Av.884, Dionys. Av.2.6. II axeweed, Securigera Coronilla, Hp.Mul.2.181, Thphr. HP8.8.3. 2 = ἡδύσαρον, Dsc.3.130, Gal. 11.883. 3 = ἱπποφαές, Ps.-Dsc.4.159. III in masonry and carpentry, dovetail, IG7.3073.171 (Lebad.), Ph. Bel. 66.36 (pl.), Aristeas 71 (pl.), Hero Bel.76.4, Aut.10.1.
German (Pape)
[Seite 550] ὁ, 1) ein Wasservogel von der Art des Pelikans, neben πελεκᾶς genannt, Ar. Av. 883. – 2) ein Unkraut, das in den Linsen wächst, securidaca, Theophr. u. Diosc. – 3) in der Baukunst eine eigene Art Holzverband, Schwalbenschwanz jetzt genannt, securicula, Vitruv. 4, 7, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκῖνος: ὁ, παρυδάτιόν τι πτηνὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν πελεκάνων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, Ὄππ. Ἰξ. 2. 6˙ πρβλ. πελεκάν. ΙΙ. εἶδός τι φυτοῦ ἔχον σπέρμα ὅμοιον πελέκει, Λατ. securidaca, Ἱππ. 665. 48, «ἐν δὲ ταῖς ἀφάκαις (φιλεῖ γίνεσθαι) ὁ πελεκῖνος ὅμοιον τῇ ὄψει τῷ πελέκει» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3. Κατὰ Διοσκ. 3, 146 «ἡδύσαρον, τὸ ὑπὸ τῶν μυρεψῶν καλούμενον πελεκῖνος, θάμνος ἐστὶ φυλλάρια ἔχων ἐρεμβίνθῳ ὅμοια, λοβοὺς δὲ κερατίοις ἐοικότας, ἐν οἷς τὸ σπέρμα πυρρόν, ὅμοιον πελέκει ἀμφιστόμῳ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται». ΙΙΙ. ἐν τῇ ξυλουργικῇ τέχνῃ, συναρμογή τις τῶν ξύλων «χελιδονουρά», Λατ. securicula, Βιτρούβ. 9. 9, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 251˙ ἐπίθ. πελεκῑνωτός, ή, όν, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 pivert ou pê pélican, oiseau;
2 t. d’archit. poutre en forme de hache.
Étymologie: πέλεκυς.
2ου (ἡ) :
coronille ou séné bâtard, plante.
Étymologie: πέλεκυς.