ὄρυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρυξ''': -ῠγος, ὁ, (Ἡσύχ. ὄρυγξ), σκαφίου [[εἶδος]], [[σκαπάνη]], πᾶν ὀξὺ σιδηροῦν [[ἐργαλεῖον]] πρὸς σκάφην, Ἀνθ. Π. 6. 297· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 231. ΙΙ. [[εἶδος]] δορκάδος ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Λιβύῃ [[οὕτως]] ὀνομασθείσης ἐκ τῶν ὀξέων κεράτων της, Oryx leucoryx, ἢ beïsa, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 7, ― [[ἔνθα]] περιγράφεται ὡς [[μονόκερως]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] μεγάλου ἰχθύος, πιθαν. κῆτός τι, Λατ. orca, Στράβ. 145, Πλούτ. 2. 974Ϝ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321.
|lstext='''ὄρυξ''': -ῠγος, ὁ, (Ἡσύχ. ὄρυγξ), σκαφίου [[εἶδος]], [[σκαπάνη]], πᾶν ὀξὺ σιδηροῦν [[ἐργαλεῖον]] πρὸς σκάφην, Ἀνθ. Π. 6. 297· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 231. ΙΙ. [[εἶδος]] δορκάδος ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Λιβύῃ [[οὕτως]] ὀνομασθείσης ἐκ τῶν ὀξέων κεράτων της, Oryx leucoryx, ἢ beïsa, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 7, ― [[ἔνθα]] περιγράφεται ὡς [[μονόκερως]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] μεγάλου ἰχθύος, πιθαν. κῆτός τι, Λατ. orca, Στράβ. 145, Πλούτ. 2. 974Ϝ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321.
}}
{{bailly
|btext=ὄρυγος (ὁ) :<br /><b>1</b> antilope d’Égypte <i>ou</i> de Libye, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> sorte de baleine, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρύττω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρυξ Medium diacritics: ὄρυξ Low diacritics: όρυξ Capitals: ΟΡΥΞ
Transliteration A: óryx Transliteration B: oryx Transliteration C: oryks Beta Code: o)/ruc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ (ὄρυγξ Hsch.),

   A pickaxe or any sharp iron tool for digging, AP6.297 (Phan.).    II a kind of gazelle or antelope, in Egypt and Libya, so called from its pointed horns, beisa, Oryx leucoryx, described as μονόκερως, Arist.HA499b20, PA663a23, cf. Callix. 2, LXX De.14.5, Ph.2.353, Plu.2.974f, Opp.C.2.446, 4.34, Ael.NA7.8.    2 ὄ. τετράκερως Indian four-horned antelope, Tetraceros quadricornis, ib.15.14 ; also an Indian gazelle, ib.13.25.    III a great fish, perh. narwhal, Monodon monoceros, or a kind of whale, Str.3.2.7.

German (Pape)

[Seite 388] υγος, auch ὄρυγξ, υγγος, ὁ, 1) spitziges Eisen zum Graben od. Bohren, bes. Spitzeisen, Werkzeug des Steinmetzen zum Einhauen, Eingraben in Stein; neben Ackergeräthschaften nennt Phani. 4 (VI, 297) δαπέδων μουνορυχὰν ὄρυγα, Hesych.; vgl. Lob. Phryn. 231. – 2) eine Gazellenart in Aegypten od. Libyen, wegen ihrer graden spitzigen Hörner so benannt, Ath. V, 200 e, wo Schweigh. zu vergleichen; Opp. Cyn. 3, 3. – 3) eine Wallfischart, vielleicht das Seeeinhorn, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρυξ: -ῠγος, ὁ, (Ἡσύχ. ὄρυγξ), σκαφίου εἶδος, σκαπάνη, πᾶν ὀξὺ σιδηροῦν ἐργαλεῖον πρὸς σκάφην, Ἀνθ. Π. 6. 297· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 231. ΙΙ. εἶδος δορκάδος ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Λιβύῃ οὕτως ὀνομασθείσης ἐκ τῶν ὀξέων κεράτων της, Oryx leucoryx, ἢ beïsa, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 7, ― ἔνθα περιγράφεται ὡς μονόκερως. ΙΙΙ. εἶδος μεγάλου ἰχθύος, πιθαν. κῆτός τι, Λατ. orca, Στράβ. 145, Πλούτ. 2. 974Ϝ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321.

French (Bailly abrégé)

ὄρυγος (ὁ) :
1 antilope d’Égypte ou de Libye, animal;
2 sorte de baleine, poisson.
Étymologie: ὀρύττω.