Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνανέμω: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνανέμω''': ποιητ. ἀννέμω, [[διανέμω]] ἐκ νέου, ὡς τὸ [[ἀναδατέομαι]] (πρβλ. [[ἀνανομή]]). ΙΙ. κατὰ [[μέσον]] τύπον, ἀριθμῶ, «[[λογαριάζω]]», καταλέξει ἑωυτὸν [[μητρόθεν]] καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) [[ἀπαγγέλλω]], ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· [[οὕτως]] Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, [[ἔνθα]] ἴδε Τούπιον.
|lstext='''ἀνανέμω''': ποιητ. ἀννέμω, [[διανέμω]] ἐκ νέου, ὡς τὸ [[ἀναδατέομαι]] (πρβλ. [[ἀνανομή]]). ΙΙ. κατὰ [[μέσον]] τύπον, ἀριθμῶ, «[[λογαριάζω]]», καταλέξει ἑωυτὸν [[μητρόθεν]] καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) [[ἀπαγγέλλω]], ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· [[οὕτως]] Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, [[ἔνθα]] ἴδε Τούπιον.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνανεμῶ;<br /><b>1</b> redistribuer LSJ;<br /><b>2</b> passer en revue, parcourir, lire;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνανέμομαι (<i>fut. 3ᵉ sg. ion.</i> ἀνανεμέεται) dénombrer, compter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[νέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανέμω Medium diacritics: ἀνανέμω Low diacritics: ανανέμω Capitals: ΑΝΑΝΕΜΩ
Transliteration A: ananémō Transliteration B: ananemō Transliteration C: ananemo Beta Code: a)nane/mw

English (LSJ)

poet. ἀννέμω,

   A distribute: hence, count up, in Med., ἀνανεμέεται (Ion. fut.) τὰς μητέρας Hdt.1.173.    2 read, con over, Epich.224, Theoc.18.48.

German (Pape)

[Seite 199] p. ἀννέμω (s. νέμω), 1) auf's neue theilen. – 2) im med., aufzählen, herrechnen, Her. 1, 173; her-, vorlesen, Theocr. 18, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανέμω: ποιητ. ἀννέμω, διανέμω ἐκ νέου, ὡς τὸ ἀναδατέομαι (πρβλ. ἀνανομή). ΙΙ. κατὰ μέσον τύπον, ἀριθμῶ, «λογαριάζω», καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) ἀπαγγέλλω, ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· οὕτως Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, ἔνθα ἴδε Τούπιον.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνανεμῶ;
1 redistribuer LSJ;
2 passer en revue, parcourir, lire;
Moy. ἀνανέμομαι (fut. 3ᵉ sg. ion. ἀνανεμέεται) dénombrer, compter.
Étymologie: ἀνά, νέμω.