ἀκίς: Difference between revisions
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκίς''': -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = [[αἰχμή]], ὀξὺ [[πρᾶγμα]], Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον [[νεώς]], Διόδ. 13. 99. 2) τὰ [[ἑκατέρωθεν]] [[ὀξέα]] [[ἄκρα]] βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., [[ἔρως]] ... ἡ φρενῶν [[ἀκίς]], Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: [[ὡσαύτως]] πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Γαλην. | |lstext='''ἀκίς''': -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = [[αἰχμή]], ὀξὺ [[πρᾶγμα]], Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον [[νεώς]], Διόδ. 13. 99. 2) τὰ [[ἑκατέρωθεν]] [[ὀξέα]] [[ἄκρα]] βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., [[ἔρως]] ... ἡ φρενῶν [[ἀκίς]], Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: [[ὡσαύτως]] πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Γαλην. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> pointe de javelot;<br /><b>2</b> harpon.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (cf. ἀκή A)
A pointed object; hence, needle, Hp.Int. 41; splinter, Id.Epid.5.46; πετροτόμος ἀ., of a chisel, APl.4.221 (Theaet.). 2 barb of an arrow or hook, βελῶν Plu.Demetr.20; ἀγκίστρου AP6.5 (Phil.). 3 arrow, dart, Ar.Pax443, Mnesim.7, Opp.H.5.151. 4 metaph., ἔρως . . ἡ φρενῶν ἀ. Tim.Com.2; πόθων ἀκίδες stings of desire, AP12.76 (Mel.): in pl., sharp, acute pains, Aret.SD2.4. II surgical bandage, Gal.18(1).823.
German (Pape)
[Seite 73] ίδος, ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, oft bei Hippocr.; βέλους, Pfeilspitze, Plut. Demetr. 20; vgl. Crass. 25; καλάμων, des Schreibrohrs, Paul. Sil. 52 (VI, 66); Schiffsschnabel, Diod. Sic. 13, 99; Harpune, Opp. H. 5, 151; Pfeile des Eros, Ant. Th. 53 (Plan. 213); Archi. 1 (V, 58); πόθων, Stachel der Sehnsucht, Mel. 17 (XII, 70). Bei Sp. Mad. auch eine Binde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκίς: -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = αἰχμή, ὀξὺ πρᾶγμα, Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον νεώς, Διόδ. 13. 99. 2) τὰ ἑκατέρωθεν ὀξέα ἄκρα βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― βέλος, ἀκόντιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., ἔρως ... ἡ φρενῶν ἀκίς, Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: ὡσαύτως πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 pointe de javelot;
2 harpon.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.