λωβός: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(6_10) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωβός''': -ή, -όν, = [[λωβητός]], Μέγ. Ἐτυμολ. 570. 37. II. παρὰ Βυζαντίνοις συγγραφ., [[λεπρός]]· ἴδε [[λώβη]] ΙΙ. | |lstext='''λωβός''': -ή, -όν, = [[λωβητός]], Μέγ. Ἐτυμολ. 570. 37. II. παρὰ Βυζαντίνοις συγγραφ., [[λεπρός]]· ἴδε [[λώβη]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λωβός]], -ή, -όν)<br />[[λεπρός]], [[λωβιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) κακής ποιότητας, [[ελαττωματικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αδύνατος]]<br />β) [[ανάπηρος]]<br />γ) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = λωβητός, coinage in EM570.37.
Greek (Liddell-Scott)
λωβός: -ή, -όν, = λωβητός, Μέγ. Ἐτυμολ. 570. 37. II. παρὰ Βυζαντίνοις συγγραφ., λεπρός· ἴδε λώβη ΙΙ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λωβός, -ή, -όν)
λεπρός, λωβιάρης
νεοελλ.
1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός
2. (για πρόσ.) α) αδύνατος
β) ανάπηρος
γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λώβα «λέπρα»].