λογικεύομαι: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(6_2)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογῐκεύομαι''': [[κάμνω]] λογικὸν [[συμπέρασμα]], συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.
|lstext='''λογῐκεύομαι''': [[κάμνω]] λογικὸν [[συμπέρασμα]], συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[λογικεύομαι]]) [[λογικός]]<br />[[σκέπτομαι]] λογικά, [[συνάγω]] [[λογικό]] [[συμπέρασμα]], [[συλλογίζομαι]] [[ορθά]] και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λογικός]], [[συνετός]], [[βάζω]] [[μυαλό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προικίζω]] με [[λογική]]<br /><b>2.</b> [[διαλέγομαι]], [[συζητώ]], [[εκθέτω]] επιχειρήματα [[υπέρ]] ή [[κατά]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογῐκεύομαι Medium diacritics: λογικεύομαι Low diacritics: λογικεύομαι Capitals: ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: logikeúomai Transliteration B: logikeuomai Transliteration C: logikeyomai Beta Code: logikeu/omai

English (LSJ)

   A to be merely arguing, πρὸς ἐπίδειξιν Dam.Pr.320, cf. 162.

Greek (Liddell-Scott)

λογῐκεύομαι: κάμνω λογικὸν συμπέρασμα, συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.

Greek Monolingual

(AM λογικεύομαι) λογικός
σκέπτομαι λογικά, συνάγω λογικό συμπέρασμα, συλλογίζομαι ορθά και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής
νεοελλ.
γίνομαι λογικός, συνετός, βάζω μυαλό
αρχ.
1. προικίζω με λογική
2. διαλέγομαι, συζητώ, εκθέτω επιχειρήματα υπέρ ή κατά.