ἀμείλιχος: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμείλῐχος''': -ον, ([[μειλίσσω]]) = [[ἀδυσώπητος]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀνεξίλαστος]] [[Ἀΐδης]] Ἰλ. Ι.158· [[ἦτορ]] [[αὐτόθι]] 572· βία Σόλων 32· [[στρατός]], [[κότος]] Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - [[τύπος]] τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, [[πόνος]] Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b. | |lstext='''ἀμείλῐχος''': -ον, ([[μειλίσσω]]) = [[ἀδυσώπητος]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀνεξίλαστος]] [[Ἀΐδης]] Ἰλ. Ι.158· [[ἦτορ]] [[αὐτόθι]] 572· βία Σόλων 32· [[στρατός]], [[κότος]] Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - [[τύπος]] τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, [[πόνος]] Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non doux, amer, dur <i>en parl. d’Hadès ; en parl. de <i>pers.</i> ; de choses (cœur, souffrances, force, armée)</i> ; implacable, incessant LSJ.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μειλίσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A implacable, relentless, Ἀΐδης Il.9.158; ἦτορ ib.572; βία Sol.32; στρατός (of rain), κότος, Pi.P.6.12, 8.8:—a form ἀμειλίχιος occurs in Adv. -ίως Epigr.Gr.313 (Smyrna). II of things, unmitigated, πόνοι A.Ch.623; ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG14.2461 (Massilia).
German (Pape)
[Seite 120] nicht sanft; rauh, hart, grausam; Hom. dreimal, Iliad. 9, 158 Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος, 572 ἐρινύς, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα, 24, 734 ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; – Pind. στρατός P. 6, 12; κότος P. 8, 8; πόνος Aesch. Ch. 614; βία Sol. 14; Anthol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείλῐχος: -ον, (μειλίσσω) = ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, ἀνεξίλαστος Ἀΐδης Ἰλ. Ι.158· ἦτορ αὐτόθι 572· βία Σόλων 32· στρατός, κότος Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - τύπος τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, πόνος Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non doux, amer, dur en parl. d’Hadès ; en parl. de pers. ; de choses (cœur, souffrances, force, armée) ; implacable, incessant LSJ.
Étymologie: ἀ, μειλίσσω.