τρωσμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(6_14) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρωσμός''': ὁ, ([[τρώω]]) ὡς τὸ [[ἐκτρωσμός]], [[ἔκτρωσις]], ἀποβολὴ (ἐμβρύου), Ἱππ. 206D, κ. ἀλλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 209. | |lstext='''τρωσμός''': ὁ, ([[τρώω]]) ὡς τὸ [[ἐκτρωσμός]], [[ἔκτρωσις]], ἀποβολὴ (ἐμβρύου), Ἱππ. 206D, κ. ἀλλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 209. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τιτρωσμός]], ὁ, Α<br />πρόωρη [[γέννηση]], [[αποβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σμός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρω</i>-<i>σμός</i>: [[θρῴσκω]]). Το -<i>σ</i>- του τύπου οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] του ενεστ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (τρώω)
A = ἐκτρωσμός, miscarriage, Hp.Coac.532: pl., Id.Septim. 9, Dsc.5.72.
Greek (Liddell-Scott)
τρωσμός: ὁ, (τρώω) ὡς τὸ ἐκτρωσμός, ἔκτρωσις, ἀποβολὴ (ἐμβρύου), Ἱππ. 206D, κ. ἀλλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 209.
Greek Monolingual
και τιτρωσμός, ὁ, Α
πρόωρη γέννηση, αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -σμός (πρβλ. θρω-σμός: θρῴσκω). Το -σ- του τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση του ενεστ.].