συφορβός: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῠφορβός''': ὁ, (σῦς, [[φέρβω]]) [[συβώτης]], [[χοιροβοσκός]], Ἰλ. Φ. 282, Ὀδ. Ξ. 504, Θεόκρ., Πλούτ.· παρὰ πεζογράφοις, [[συοφορβός]], ὃ ἴδε. - Παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὁ [[τύπος]] [[ὑφορβός]] (ὡς καὶ ὗς ἀντὶ σῦς), [[ὁπόταν]] ἀπαιτῇ τοῦτο τὸ [[μέτρον]], [[δῖος]] ὑφορβὸς Ὀδ. Ξ. 3, 413, κ. ἀλλ.· - Θωμ. ὁ Μάγιστρ. σελ. 812 σημειοῦται: «[[συβώτης]] Ἀττικοί, καὶ συβωτεῖν οὐ [[συφορβός]], οὐδὲ συφορβεῖν». | |lstext='''σῠφορβός''': ὁ, (σῦς, [[φέρβω]]) [[συβώτης]], [[χοιροβοσκός]], Ἰλ. Φ. 282, Ὀδ. Ξ. 504, Θεόκρ., Πλούτ.· παρὰ πεζογράφοις, [[συοφορβός]], ὃ ἴδε. - Παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὁ [[τύπος]] [[ὑφορβός]] (ὡς καὶ ὗς ἀντὶ σῦς), [[ὁπόταν]] ἀπαιτῇ τοῦτο τὸ [[μέτρον]], [[δῖος]] ὑφορβὸς Ὀδ. Ξ. 3, 413, κ. ἀλλ.· - Θωμ. ὁ Μάγιστρ. σελ. 812 σημειοῦται: «[[συβώτης]] Ἀττικοί, καὶ συβωτεῖν οὐ [[συφορβός]], οὐδὲ συφορβεῖν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />porcher.<br />'''Étymologie:''' [[σῦς]], [[φέρβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (σῦς, φέρβω)
A swineherd, Il.21.282, Od.14.504, Theoc.16.54 (as v.l.), Plu.Rom.6; in Prose συοφορβός (q.v.):—Hom. also uses ὑφορβός, δῖος ὑφορβός Od.14.413, cf. 3, al.--Noted as not Att. by Thom.Mag.p.328 R.
German (Pape)
[Seite 1046] ὁ, wie ὑφορβός, Schweinehirt, Sauhirt, Il. 21, 282 Od. 14, 504.
Greek (Liddell-Scott)
σῠφορβός: ὁ, (σῦς, φέρβω) συβώτης, χοιροβοσκός, Ἰλ. Φ. 282, Ὀδ. Ξ. 504, Θεόκρ., Πλούτ.· παρὰ πεζογράφοις, συοφορβός, ὃ ἴδε. - Παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως εἶναι ἐν χρήσει ὁ τύπος ὑφορβός (ὡς καὶ ὗς ἀντὶ σῦς), ὁπόταν ἀπαιτῇ τοῦτο τὸ μέτρον, δῖος ὑφορβὸς Ὀδ. Ξ. 3, 413, κ. ἀλλ.· - Θωμ. ὁ Μάγιστρ. σελ. 812 σημειοῦται: «συβώτης Ἀττικοί, καὶ συβωτεῖν οὐ συφορβός, οὐδὲ συφορβεῖν».