Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δρυμός: Difference between revisions

From LSJ
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρυμός''': ὁ, ([[δρῦς]]) [[ἄλσος]] ἐκ δρυῶν· ἐν γένει, [[δάσος]]. Ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸν ἑτερογενῆ πληθ. δρυμά, Ἰλ. Λ. 118, Ὀδ. Κ. 150, 197, 251· ἀλλ’ αἰτ. πληθ. δρυμοὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305.10, Πλουτ. Περικλ. καί Φαβ. 1·- ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1399, Εὐρ. Ἱππ. 1127. [Ἐν τῷ ἑνικῷ ἀείποτε δρῡμός· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀείποτε δρῠμά· δρῡμὰ δὲ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικοῖς, Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 681].
|lstext='''δρυμός''': ὁ, ([[δρῦς]]) [[ἄλσος]] ἐκ δρυῶν· ἐν γένει, [[δάσος]]. Ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸν ἑτερογενῆ πληθ. δρυμά, Ἰλ. Λ. 118, Ὀδ. Κ. 150, 197, 251· ἀλλ’ αἰτ. πληθ. δρυμοὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305.10, Πλουτ. Περικλ. καί Φαβ. 1·- ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1399, Εὐρ. Ἱππ. 1127. [Ἐν τῷ ἑνικῷ ἀείποτε δρῡμός· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀείποτε δρῠμά· δρῡμὰ δὲ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικοῖς, Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 681].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>pl.</i> [[οἱ]] δρυμοί <i>ou</i> τὰ [[δρυμά]];<br /><b>1</b> forêt de chênes;<br /><b>2</b> forêt, bois <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[δρῦς]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῡμός Medium diacritics: δρυμός Low diacritics: δρυμός Capitals: ΔΡΥΜΟΣ
Transliteration A: drymós Transliteration B: drymos Transliteration C: drymos Beta Code: drumo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A copse, thicket, S.OT1399, SIG57.28 (Milet., v. B.C.), E. Hipp.1127 (lyr.), Tab.Heracl.1.19, PLille 5.13 (iii B. C.), LXXEc.2.6, Plb.2.15.2, AP7.544, etc.: pl., A.Fr.304.10, Theoc.1.117, AP6.13 (Leon.), 9.4 (Cyllen.), 84 (Antiphan.), Plu.Comp.Per.Fab.1.    II Hom. has only pl., δρῠμά, τά, Il.11.118, Od.10.150, 197, 251, also in Simm.15 (prob.); δρῡμά in late Ep., D.P.492, Opp.C.1.64.    III δρυμός· φρούριον, Hsch., perh. in this sense in PPetr.2p.140. (Cf. Skt.drumá- 'tree', Slav.dr[ucaron]m[ucaron] 'thicket': ῠ is original, ῡ borrowed from δρῦς.)

German (Pape)

[Seite 668] ὁ, der Wald, der Eichenwald. Verwandt δρῦς, δόρυ, δένδρεον, δρίος; vgl. Sanskrit. drumas »Baum«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1, 204. Bei Homer δρυμός viermal, in der Pluralform τὰ δρῦμά, mit kurzem υ: Odyss. 10, 251 ᾔομεν ἀνὰ δρυμά, Odyss. 10, 150. 197 Iliad. 11, 118 διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην, δρυμά und ὕλην stehn παραλλήλως. – Sing. δρυμός Soph. O. R. 1399; δρυμὸς ὄρειος Eur. Hipp. 1128; δρυμὸν ἔνθηρον Rhes. 289; δρυμοῖς Bacch. 1229; δρυμοὺς ἐρήμους Aeschyl. ap. Aristot. H. A. 9, 36 (fragm. Dindf. no 291); Plural δρυμοί auch Antiphan. 6 (IX, 84) Plut. Pericl. et Fab. 1. Plural τὰ δρῦμά sp. Ep., Nic. Th. 222 Qu. Sm. 2, 382. Bei D. Per. 492 u. Opp. Cyn. 1, 64 δρυμά.

Greek (Liddell-Scott)

δρυμός: ὁ, (δρῦς) ἄλσος ἐκ δρυῶν· ἐν γένει, δάσος. Ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὸν ἑτερογενῆ πληθ. δρυμά, Ἰλ. Λ. 118, Ὀδ. Κ. 150, 197, 251· ἀλλ’ αἰτ. πληθ. δρυμοὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305.10, Πλουτ. Περικλ. καί Φαβ. 1·- ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1399, Εὐρ. Ἱππ. 1127. [Ἐν τῷ ἑνικῷ ἀείποτε δρῡμός· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀείποτε δρῠμά· δρῡμὰ δὲ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικοῖς, Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 681].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pl. οἱ δρυμοί ou τὰ δρυμά;
1 forêt de chênes;
2 forêt, bois en gén.
Étymologie: δρῦς.