μογερός: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μογερός''': -ά, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφ. 419· ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. [[σμυγερός]]), Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ κοπιῶν, ὁ τεθλιμμένος, [[ἄθλιος]], [[δυστυχής]], Αἰσχύλ. Πρ. 565, Θήβ. 827, Εὐρ. Τρῳ. 778, 785, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1207· οὕτω, μ. οἶκοι Σοφ. Ἠλ. 93. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Μανέθων 1. 146. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[κοπώδης]], [[θλιβερός]], [[βαρύς]], ἄχεα Εὐρ. Μήδ. 205. | |lstext='''μογερός''': -ά, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφ. 419· ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. [[σμυγερός]]), Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ κοπιῶν, ὁ τεθλιμμένος, [[ἄθλιος]], [[δυστυχής]], Αἰσχύλ. Πρ. 565, Θήβ. 827, Εὐρ. Τρῳ. 778, 785, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1207· οὕτω, μ. οἶκοι Σοφ. Ἠλ. 93. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Μανέθων 1. 146. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[κοπώδης]], [[θλιβερός]], [[βαρύς]], ἄχεα Εὐρ. Μήδ. 205. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>I. 1</b> pénible, fâcheux, triste;<br /><b>2</b> malheureux, misérable;<br /><b>II.</b> qui est une cause de peine.<br />'''Étymologie:''' [[μόγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, also ός, όν Nic.Al.419 (
A v.l. for σμυγερός): poet. Adj. used by Trag. in anap. and lyr. (μόγος, cf. σμογερός): I of persons, toiling, distressed, wretched, A.Pr.565, Th.827, E.Tr.783, 790, Ar.Ach. 1207; so μ. οἶκοι S.El.93. Adv. -ρῶς Man.1.146. II of things, toilsome, grievous, κάματοι v.l. in AP7.508 (Emp. or Simon.); ἄχεα E.Med.205; ἀκουαί ear trouble, Marc.Sid.86.
German (Pape)
[Seite 196] mühvoll, mühselig; Tragg. oft, mit δυσδαίμων vrbdn, Aesch. Spt. 809 u. sonst, wie Eur., von Menschen; auch Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, Aesch. Spt. 975; στυγεραὶ εὐναὶ μογερῶν οἴκων, Soph. El. 93; ἄχεα μογερά, Eur. Med. 205; bei Ar. Ach. 1168 dem στυγερός entsprechend; sp. D., wie Maneth. 4, 146, u. öfter in der Anth., σαγηνοβόλοι, Agath. 28 (VI, 167); vgl. Archi. 17 (X, 8).
Greek (Liddell-Scott)
μογερός: -ά, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφ. 419· ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. σμυγερός), Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ κοπιῶν, ὁ τεθλιμμένος, ἄθλιος, δυστυχής, Αἰσχύλ. Πρ. 565, Θήβ. 827, Εὐρ. Τρῳ. 778, 785, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1207· οὕτω, μ. οἶκοι Σοφ. Ἠλ. 93. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Μανέθων 1. 146. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, θλιβερός, βαρύς, ἄχεα Εὐρ. Μήδ. 205.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. 1 pénible, fâcheux, triste;
2 malheureux, misérable;
II. qui est une cause de peine.
Étymologie: μόγος.