ζάλος: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(6_14) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζάλος''': ὁ, = [[ζάλη]], [[ζάλος]] ἰλυόεις, βορβορῶδες [[κῦμα]], Νικ. Θ. 568. | |lstext='''ζάλος''': ὁ, = [[ζάλη]], [[ζάλος]] ἰλυόεις, βορβορῶδες [[κῦμα]], Νικ. Θ. 568. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Μ [[ζάλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζάλη]], [[σκοτοδίνη]]<br />«έχει [[ζάλο]] στο [[κεφάλι]]»<br /><b>2.</b> [[ζαλιά]], [[φορτίο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βάσανο]], [[σκοτούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζάλη]], με [[μεταβολή]] γένους].———————— <b>(II)</b><br />[[ζάλος]], ὁ (Α)<br />[[λάσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A mud, ζ. ἰλυόεις,= βορβορῶδες κῦμα, Nic.Th.568; ζάλον (ζαλόν cod.)· πηλόν, Hsch.: metaph., Lib.Ep.1144.
German (Pape)
[Seite 1136] ὁ, = ζάλη, ἰλυόεις, schlammiger Strudel, Nic. Th. 568, Schol. βορβορῶδες κῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
ζάλος: ὁ, = ζάλη, ζάλος ἰλυόεις, βορβορῶδες κῦμα, Νικ. Θ. 568.
Greek Monolingual
(I)
ο (Μ ζάλος)
νεοελλ.
1. ζάλη, σκοτοδίνη
«έχει ζάλο στο κεφάλι»
2. ζαλιά, φορτίο
μσν.
βάσανο, σκοτούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους].———————— (II)
ζάλος, ὁ (Α)
λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].