διαίτημα: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐαίτημα''': τό, συνήθ. κατὰ πληθ., [[τροφή]], [[δίαιτα]], [[τρόπος]] ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], κανόνες ζωῆς, [[τρόπος]] ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· [[καθόλου]], ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) [[διαμονή]], [[κατοικία]], Ἡλιόδ. 2. 26.
|lstext='''δῐαίτημα''': τό, συνήθ. κατὰ πληθ., [[τροφή]], [[δίαιτα]], [[τρόπος]] ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], κανόνες ζωῆς, [[τρόπος]] ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· [[καθόλου]], ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) [[διαμονή]], [[κατοικία]], Ἡλιόδ. 2. 26.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> régime de vie, genre d’alimentation, diète;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> genre de vie, règles de vie, mœurs, habitudes ; coutumes, institutions;<br /><b>3</b> <i>particul.</i> résidence, habitation.<br />'''Étymologie:''' [[διαιτάω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαίτημα Medium diacritics: διαίτημα Low diacritics: διαίτημα Capitals: ΔΙΑΙΤΗΜΑ
Transliteration A: diaítēma Transliteration B: diaitēma Transliteration C: diaitima Beta Code: diai/thma

English (LSJ)

ατος, τό, mostly in pl.,

   A food, diet, Hp.VM13; sustenance, provisions, X.Mem.1.6.5: in sg., δ. τὸ καθ' ἡμέραν Arist.Pr. 866b3.    2 pl., rules of life, regimen, esp. in regard of diet, Hp. VM3: generally, institutions, customs, Th.1.6, X.Ath.1.8.    3 abode, Hld.2.26; ὁ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. (v.l. ἐνδ-) Ph.1.160.

German (Pape)

[Seite 580] τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαίτημα: τό, συνήθ. κατὰ πληθ., τροφή, δίαιτα, τρόπος ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κανόνες ζωῆς, τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· καθόλου, ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) διαμονή, κατοικία, Ἡλιόδ. 2. 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 régime de vie, genre d’alimentation, diète;
2 en gén. genre de vie, règles de vie, mœurs, habitudes ; coutumes, institutions;
3 particul. résidence, habitation.
Étymologie: διαιτάω.