ἁμαξοκυλιστής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
(6_19)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαξοκῠλιστής''': -οῦ, ὁ, ([[κυλίνδω]]) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.
|lstext='''ἁμαξοκῠλιστής''': -οῦ, ὁ, ([[κυλίνδω]]) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁμαξοκυλιστής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κυλά [[προς]] τα [[κάτω]] άμαξες, ο [[καταστροφέας]] αμαξών<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως κύριο όνομα) <i>οἱ Ἁμαξοκυλισταί</i><br />όνομα μεγαρικής οικογένειας..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>κυλιστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυλίνδω]] «[[κυλίω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξοκῠλιστής Medium diacritics: ἁμαξοκυλιστής Low diacritics: αμαξοκυλιστής Capitals: ΑΜΑΞΟΚΥΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hamaxokylistḗs Transliteration B: hamaxokylistēs Transliteration C: amaksokylistis Beta Code: a(macokulisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (κυλίνδω)

   A down-roller (i.e. destroyer) of wagons: in pl., name of a Megarian family, Plu.2.304e.

German (Pape)

[Seite 116] ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξοκῠλιστής: -οῦ, ὁ, (κυλίνδω) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.

Greek Monolingual

ἁμαξοκυλιστής, ο (Α)
1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών
2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί
όνομα μεγαρικής οικογένειας..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»].