μετάφημι: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετάφημι''': ὡς τὸ [[μεταυδάω]], ὁμολῶ [[μεταξύ]] τινων, [[ἑπομένως]], [[ἀποτείνω]] τὸν λόγον, [[ἀγορεύω]] [[πρός]]..., Ὅμ. ([[ὅστις]] ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), [[μετὰ]] δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ [[μετὰ]] τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, [[ὅπερ]] ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον [[πρόσωπον]] γίνεται [[λόγος]], [[ὥστε]] [[ἐνταῦθα]] τὸ τοῖς [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. [[μετεῖπον]]. | |lstext='''μετάφημι''': ὡς τὸ [[μεταυδάω]], ὁμολῶ [[μεταξύ]] τινων, [[ἑπομένως]], [[ἀποτείνω]] τὸν λόγον, [[ἀγορεύω]] [[πρός]]..., Ὅμ. ([[ὅστις]] ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), [[μετὰ]] δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ [[μετὰ]] τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, [[ὅπερ]] ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον [[πρόσωπον]] γίνεται [[λόγος]], [[ὥστε]] [[ἐνταῦθα]] τὸ τοῖς [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. [[μετεῖπον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. impf. 3ᵉ sg.</i> μετέφη;<br /><b>1</b> parler au milieu de, τινι, <i>ou en gén.</i> s’adresser à;<br /><b>2</b> adresser la parole à.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[φημί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A speak among persons, whether in addressing one or more of them, or as their spokesman, Hom. (only 3sg. impf. μετέφη), c. dat. pl., τῇσιν (sc. δμῳαῖς) μ. Od.18.312; πάντεσσι θεοῖσι Il.19.100: elsewh. Hom. always joins it with τοῖς or τοῖσι, whether a single person is addressed, as in Il.2.411, 4.153, 19.55, or more than one, as in Od.8.132:—μετέφη c. acc. pers. is f. l. in Il.2.795.
German (Pape)
[Seite 156] (s. φημί), wie μεταυδάω, unter, d. i. zu Mehreren sprechen, τοῖσι δ' εὐχόμενος μετέφη, Il. 2, 411, τῇσι, sc. δμωῇσιν, Od. 18, 311, vgl. Iliad. 4, 153. 19, 55; – Il. 2, 795 steht es ohne Casus.
Greek (Liddell-Scott)
μετάφημι: ὡς τὸ μεταυδάω, ὁμολῶ μεταξύ τινων, ἑπομένως, ἀποτείνω τὸν λόγον, ἀγορεύω πρός..., Ὅμ. (ὅστις ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. μετέφη), μετὰ δοτ. πληθ., π.χ., τῇσι (δηλ. δμωαῖς) Ὀδ. Σ. 312· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ μετὰ τοῦ τοῖς ἢ τοῖσι, ὅπερ ἐν τῇ Ὀδ. δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὡς δοτ. προσώπου (ὡς ἀνωτέρω τὸ τῇσι), ὡμίλησε πρὸς αὐτούς· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Β. 411., Δ. 153., Τ. 55, πρὸς ἓν μόνον πρόσωπον γίνεται λόγος, ὥστε ἐνταῦθα τὸ τοῖς δέον νὰ θεωρηθῇ ὡς δοτ. πράγματος (ἐξυπακουομένου τοῦ μύθοις, ἔπεσι), μὲ τούτους τοὺς λόγους ὡμόλησεν· δυνάμεθα δὲ οὕτω νὰ ἑρμηνεύσωμεν καὶ τὰ ἐν Ὀδ. χωρία πλὴν τοῦ Σ. 312 (τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθ.). 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ προσέφη, Ἰλ. Β. 795, - Πρβλ. μετεῖπον.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. 3ᵉ sg. μετέφη;
1 parler au milieu de, τινι, ou en gén. s’adresser à;
2 adresser la parole à.
Étymologie: μετά, φημί.