ἔτασις: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔτᾰσις''': -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, ([[ἐτάζω]]) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων [[ἐξέτασις]], -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = [[ἐξεταστέον]], Τζέτζ.: ἐταστὴς = [[ἐξεταστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = [[ἐξεταστικός]], Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· [[ἐξέτασις]]. ἢ ὁ [[ἀριθμὸς]] παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς». | |lstext='''ἔτᾰσις''': -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, ([[ἐτάζω]]) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων [[ἐξέτασις]], -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = [[ἐξεταστέον]], Τζέτζ.: ἐταστὴς = [[ἐξεταστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = [[ἐξεταστικός]], Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· [[ἐξέτασις]]. ἢ ὁ [[ἀριθμὸς]] παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔτασις]], ἡ (ΑΜ) [[ετάζω]]<br /><b>1.</b> [[εξέταση]], [[έλεγχος]] («ἐπανακαινίζων ἐπ' ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[δοκιμασία]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>3.</b> η [[θεία]] [[κρίση]] («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐτάζω)
A trial, affliction, LXXJb.10.17.
German (Pape)
[Seite 1047] ἡ, = ἐξέτασις, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτᾰσις: -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, (ἐτάζω) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων ἐξέτασις, -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = ἐξεταστέον, Τζέτζ.: ἐταστὴς = ἐξεταστής, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = ἐξεταστικός, Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· ἐξέτασις. ἢ ὁ ἀριθμὸς παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».
Greek Monolingual
ἔτασις, ἡ (ΑΜ) ετάζω
1. εξέταση, έλεγχος («ἐπανακαινίζων ἐπ' ἐμὲ τὴν ἤτασίν μου», ΠΔ)
2. δοκιμασία, ταλαιπωρία
3. η θεία κρίση («ἡμέραν ἀναστάσεως καὶ ἐτάσεως»).