ζωγρίας: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωγρίας''': ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51˙ οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)˙ [[ζωγρίας]] ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54˙ [[ζωγρίας]] ἔλαβε δισχιλίους [[αὐτόθι]] 62˙ ζωγρίαι ἑάλωσαν [[Μέμνων]] ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28.
|lstext='''ζωγρίας''': ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51˙ οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)˙ [[ζωγρίας]] ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54˙ [[ζωγρίας]] ἔλαβε δισχιλίους [[αὐτόθι]] 62˙ ζωγρίαι ἑάλωσαν [[Μέμνων]] ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωγρίας]], ὁ (Α) [[ζωγρία]]<br />αυτός που συνελήφθη [[ζωντανός]], ο [[αιχμάλωτος]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωγρίας Medium diacritics: ζωγρίας Low diacritics: ζωγρίας Capitals: ΖΩΓΡΙΑΣ
Transliteration A: zōgrías Transliteration B: zōgrias Transliteration C: zogrias Beta Code: zwgri/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one taken alive, ζωγρίαν συλλαμβάνειν, ἑλεῖν τινα, Ctes.Fr.29.3,9, Zos.1.51; οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν LXXDe.2.34; ζωγρίας ἐλήφθη D.S.25.10; ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους ibid.; ζωγρίαι ἑάλωσαν Memn.56.3.

German (Pape)

[Seite 1142] ὁ, der Lebendiggefangene, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζωγρίας: ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51˙ οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)˙ ζωγρίας ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54˙ ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους αὐτόθι 62˙ ζωγρίαι ἑάλωσαν Μέμνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28.

Greek Monolingual

ζωγρίας, ὁ (Α) ζωγρία
αυτός που συνελήφθη ζωντανός, ο αιχμάλωτος.