ἀποκαλύπτω: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκᾰλύπτω''': μέλλ. -ψω, «ξεσκεπάζω», τὴν κεφαλὴν κτλ. Ἡρόδ. 1. 119· τὰ στήθη Πλάτ. Πρωτ. 352Α: - Μέσ., ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Κράσσ. β. 2) [[ἀποκαλύπτω]], φανερώνω, τόδε τῆς διανοίας Πλάτ. Πρωτ. 352Α· τῆν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν ὁ αὐτ. Γοργ. 455D, πρβλ. 460Α: - Μέσ., φανερώνω πᾶν ὅ,τι ἐν νῷ ἔχω, Πλουτ. Ἀλέξ. 55, 2., 880Ε, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 35, κτλ.· ἀποκαλύπτεσθαι [[πρός]] τι, [[κάμνω]] γνωστά τὰ σχέδιά μου [[περί]] τινος πράγματος, Διόδ. 17. 62., 18. 23: - Παθ., φανεροῦμαι, [[κατάδηλος]] [[γίνομαι]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 26, κτλ. ἐπὶ προσώπων, Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. Β΄, β΄, 3, 6, 8, κτλ.: [[ὡσαύτως]], λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι, γυμνοί, ὅ ἐ. ἀναιδεῖς λόγοι, Πλουτ. Βίος Ὁμ. 214. ΙΙ. ἐπὶ καλύμματος, μετακινῶ, ἀφαιρῶ, Ἀριστ. Περὶ Ψυχ. 2. 9, 13, ἐν τῷ παθ. | |lstext='''ἀποκᾰλύπτω''': μέλλ. -ψω, «ξεσκεπάζω», τὴν κεφαλὴν κτλ. Ἡρόδ. 1. 119· τὰ στήθη Πλάτ. Πρωτ. 352Α: - Μέσ., ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Κράσσ. β. 2) [[ἀποκαλύπτω]], φανερώνω, τόδε τῆς διανοίας Πλάτ. Πρωτ. 352Α· τῆν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν ὁ αὐτ. Γοργ. 455D, πρβλ. 460Α: - Μέσ., φανερώνω πᾶν ὅ,τι ἐν νῷ ἔχω, Πλουτ. Ἀλέξ. 55, 2., 880Ε, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 35, κτλ.· ἀποκαλύπτεσθαι [[πρός]] τι, [[κάμνω]] γνωστά τὰ σχέδιά μου [[περί]] τινος πράγματος, Διόδ. 17. 62., 18. 23: - Παθ., φανεροῦμαι, [[κατάδηλος]] [[γίνομαι]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 26, κτλ. ἐπὶ προσώπων, Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. Β΄, β΄, 3, 6, 8, κτλ.: [[ὡσαύτως]], λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι, γυμνοί, ὅ ἐ. ἀναιδεῖς λόγοι, Πλουτ. Βίος Ὁμ. 214. ΙΙ. ἐπὶ καλύμματος, μετακινῶ, ἀφαιρῶ, Ἀριστ. Περὶ Ψυχ. 2. 9, 13, ἐν τῷ παθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=découvrir (la tête, la poitrine, <i>etc.) ; fig. en parl. de pers.</i> ἀπ. τινα dévoiler <i>ou</i> démasquer qqn, <i>càd</i> le forcer à parler, <i>ou</i> le faire connaître dans tout son jour ; <i>en mauv. part</i> ἀποκεκαλυμμένοι λόγοι PLUT discours indécents;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκαλύπτομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> découvrir (une partie de son corps) : τὴν κεφαλήν PLUT se découvrir la tête;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se dévoiler, <i>càd</i> montrer ses dispositions <i>ou</i> son caractère au grand jour ; ἀπ. [[πρός]] τινα PLUT montrer sa mauvaise humeur contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[καλύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. 2 Pass.
A -καλύφην CPR1.239.5 (iii A.D.), etc.:—uncover, τὴν κεφαλήν Hdt.1.119; τὰ στήθη Pl.Prt.352a:—in Pass., of land left cultivable by the Nile (cf. ἀποκάλυφος—, ἀρούρας β ἀποκαλυφείσης . . αἰγιαλοῦ PIand.27.12, cf. 27.60 (i/ii A.D.):—Med., ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν Plu. Crass.6. 2 disclose, reveal, τόδε τῆς διανοίας Pl.Prt.352a; τὴντῆς ῥητορικῆς δύναμιν Id.Grg.455d, cf. 460a:—Med., reveal one's whole mind, Plu.Alex.55,2.880e:—in Pass., LXX1 Ki.2.27, al.; ἀποκαλύπτεσθαι πρός τι letone's designs upon a thing become known, D.S.17.62, 18.23:—Pass., to be made known, Ev.Matt.10.26, etc.; of persons, 2 Ep.Thess.2.3,6,8, etc.; λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι naked, i.e. shameless, words, Ps.-Plu.Vit.Hom.214. 3 unmask, τινά Luc.Cat.26, Vit.Auct.23. II of the epiglottis, raise, Arist. de An.422a2 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 305] enthüllen, entblößen, τὰ στήθη Plat. Prot. 352 a; med., sich entblößen, Plut. Cor. 23; τὴν κεφαλήν Crass. 6. Häufig übertr., eröffnen, kund machen, τὴν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν Plat. Gorg. 455 d; vgl. 460 a. Auch im med., πρός τι, seine Absicht auf etwas kund geben; so φανερῶς ἀπεκαλύψατο πρὸς τὸν πόλεμον, πρὸς τὴν ἐπιβολήν D. Sic. 17, 62. 18, 23; ἀποκεκαλυμμένοι λόγοι, unverschleiert, obscön (Plut.) vit. Hom. 214.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκᾰλύπτω: μέλλ. -ψω, «ξεσκεπάζω», τὴν κεφαλὴν κτλ. Ἡρόδ. 1. 119· τὰ στήθη Πλάτ. Πρωτ. 352Α: - Μέσ., ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Κράσσ. β. 2) ἀποκαλύπτω, φανερώνω, τόδε τῆς διανοίας Πλάτ. Πρωτ. 352Α· τῆν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν ὁ αὐτ. Γοργ. 455D, πρβλ. 460Α: - Μέσ., φανερώνω πᾶν ὅ,τι ἐν νῷ ἔχω, Πλουτ. Ἀλέξ. 55, 2., 880Ε, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 35, κτλ.· ἀποκαλύπτεσθαι πρός τι, κάμνω γνωστά τὰ σχέδιά μου περί τινος πράγματος, Διόδ. 17. 62., 18. 23: - Παθ., φανεροῦμαι, κατάδηλος γίνομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 26, κτλ. ἐπὶ προσώπων, Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. Β΄, β΄, 3, 6, 8, κτλ.: ὡσαύτως, λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι, γυμνοί, ὅ ἐ. ἀναιδεῖς λόγοι, Πλουτ. Βίος Ὁμ. 214. ΙΙ. ἐπὶ καλύμματος, μετακινῶ, ἀφαιρῶ, Ἀριστ. Περὶ Ψυχ. 2. 9, 13, ἐν τῷ παθ.
French (Bailly abrégé)
découvrir (la tête, la poitrine, etc.) ; fig. en parl. de pers. ἀπ. τινα dévoiler ou démasquer qqn, càd le forcer à parler, ou le faire connaître dans tout son jour ; en mauv. part ἀποκεκαλυμμένοι λόγοι PLUT discours indécents;
Moy. ἀποκαλύπτομαι;
1 tr. découvrir (une partie de son corps) : τὴν κεφαλήν PLUT se découvrir la tête;
2 intr. se dévoiler, càd montrer ses dispositions ou son caractère au grand jour ; ἀπ. πρός τινα PLUT montrer sa mauvaise humeur contre qqn.
Étymologie: ἀπό, καλύπτω.