ὀνομαστικός: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνομαστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 424Α· ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀνομάζειν, [[ὅθεν]] ἡ [[τέχνη]] ὀνομαστική [[αὐτόθι]] 423D· ἡ ὀνομαστική ([[ἁπλῶς]]) 425Α. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἡ ὀνομαστικὴ (ἐξυπ. [[πτῶσις]]), Στράβ. 648. ΙΙΙ. τὸ ὀνομαστικὸν (δηλ. [[βιβλίον]]), λεξικὸν κατατεταγμένον καθ’ ὕλην καὶ οὐχὶ κατ’ ἀλφάβητον (ὡς τὰ νῦν [[κυρίως]] λεξικά), [[οἷον]] [[εἶναι]] τὸ [[σύγγραμμα]] τοῦ Ἰουλ. Πολυδεύκους. IV. Ἐπίρρ. ὀνομαστικῶς, Ἀθήν. 646Α. | |lstext='''ὀνομαστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 424Α· ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀνομάζειν, [[ὅθεν]] ἡ [[τέχνη]] ὀνομαστική [[αὐτόθι]] 423D· ἡ ὀνομαστική ([[ἁπλῶς]]) 425Α. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἡ ὀνομαστικὴ (ἐξυπ. [[πτῶσις]]), Στράβ. 648. ΙΙΙ. τὸ ὀνομαστικὸν (δηλ. [[βιβλίον]]), λεξικὸν κατατεταγμένον καθ’ ὕλην καὶ οὐχὶ κατ’ ἀλφάβητον (ὡς τὰ νῦν [[κυρίως]] λεξικά), [[οἷον]] [[εἶναι]] τὸ [[σύγγραμμα]] τοῦ Ἰουλ. Πολυδεύκους. IV. Ἐπίρρ. ὀνομαστικῶς, Ἀθήν. 646Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à donner un nom ; <i>t. de gramm.</i> ἡ ὀνομαστική ([[πτῶσις]]) le nominatif.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilful at naming, Pl.Cra.424a ; of or belonging to naming, hence ἡ τέχνη ἡ ὀνομαστική ib.423d ; ἡ -κή alone, ib.425a. II ἡ -κή (sc. πτῶσις) the nominative case, Str.14.1.41, D.T.636.5, A.D.Synt.107.4(pl.). III τὸ -κόν (sc. βιβλίον) vocabulary, arranged acc. to the subjects, and not alphabetically as in a λεξικόν, such as the work of Jul. Pollux : -κά, τά, title of work by Democr. (Fr.26a). IV Adv. -κῶς by a special name, Ath.14.646a ; in the nominative case, Hermog.Inv. 4.4.
German (Pape)
[Seite 349] zum Namen, bes. zum Nomen substantivum gehörig, substantivisch, S. Emp. adv. gramm. 239; auch adv., ibid. den Namen betreffend; ὁ ὀν., der im Namengeben erfahren, geschickt ist, Plat. Crat. 424 a; τέχνη ὀνομαστική, die Kunst des Namengebens, 423 d; τὸ ὀνομαστικόν, ein Namen- oder Wörterverzeichniß, in welchem die Wörter sachlich verzeichnet sind, wie das des Pollux; – ἡ ὀνομαστική, ac. πτῶσις, der Nominativus, Gramm; – auch adv., ὀνομαστικῶς, mit einem eigenen Namen, Schol. Il. 10, 160; κριβάνας πλακοῦντάς τινας ὀνομαστικῶς Ἀπολλόδωρος παρ' Ἀλκμᾶνι, Ath. XIV, 646 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 424Α· ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀνομάζειν, ὅθεν ἡ τέχνη ὀνομαστική αὐτόθι 423D· ἡ ὀνομαστική (ἁπλῶς) 425Α. ΙΙ. ὡσαύτως ἡ ὀνομαστικὴ (ἐξυπ. πτῶσις), Στράβ. 648. ΙΙΙ. τὸ ὀνομαστικὸν (δηλ. βιβλίον), λεξικὸν κατατεταγμένον καθ’ ὕλην καὶ οὐχὶ κατ’ ἀλφάβητον (ὡς τὰ νῦν κυρίως λεξικά), οἷον εἶναι τὸ σύγγραμμα τοῦ Ἰουλ. Πολυδεύκους. IV. Ἐπίρρ. ὀνομαστικῶς, Ἀθήν. 646Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à donner un nom ; t. de gramm. ἡ ὀνομαστική (πτῶσις) le nominatif.
Étymologie: ὀνομάζω.