δέκατος: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δέκατος''': -η, -ον, ([[δέκα]]) Ὅμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται αὐτὸ καὶ ὡς ἀριθμὸν στρογγύλον, [[οὕτως]] εἰπεῖν, Ὀδ. Π. 18, κτλ. ΙΙ. [[δεκάτη]] (ἐνν. [[μερίς]]), ἡ, τὸ δέκατον [[μέρος]], πολλοστὸν [[μέρος]], Σιμων. 133 Bgk., Ἡρόδ. 2. 135, κτλ.· τῇ θεῷ Λυσ. 160. 14· τὰ ἐκ τῆς δ., ὅ,τι συνελέχθη ἐκ τῆς δεκάτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 7, πρβλ. 1034, κ. ἀλλ.· ἰδίως ὡς [[φόρος]] ἐπὶ τῶν πραγματειῶν πλοίων, Δημ. 475. 5. 2) [[δεκάτη]] (ἐνν. [[ἡμέρα]]), ἡ, ἡ [[δεκάτη]] [[ἡμέρα]], Ὅμ.· ἐν Ἀθήναις, ἡ ἑορτὴ κατὰ τὴν δεκάτην ἡμέραν [[μετὰ]] τὴν γέννησιν, [[ὁπότε]] τὸ [[τέκνον]] ἐλάμβανε τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], τὴν δ. θύειν, παρατιθέναι εὐωχίαν ἐπὶ τῇ ὀνοματοθεσίᾳ τοῦ τέκνου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 922, πρβλ. 494, Εὐρ. Ἠλ. 645· οὕτω, τὴν δ. ἑστιᾶσαι [[ὑπὲρ]] τοῦ υἱοῦ Δημ. 1016, ἐν τέλ., πρβλ. 1001. 5. | |lstext='''δέκατος''': -η, -ον, ([[δέκα]]) Ὅμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται αὐτὸ καὶ ὡς ἀριθμὸν στρογγύλον, [[οὕτως]] εἰπεῖν, Ὀδ. Π. 18, κτλ. ΙΙ. [[δεκάτη]] (ἐνν. [[μερίς]]), ἡ, τὸ δέκατον [[μέρος]], πολλοστὸν [[μέρος]], Σιμων. 133 Bgk., Ἡρόδ. 2. 135, κτλ.· τῇ θεῷ Λυσ. 160. 14· τὰ ἐκ τῆς δ., ὅ,τι συνελέχθη ἐκ τῆς δεκάτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 7, πρβλ. 1034, κ. ἀλλ.· ἰδίως ὡς [[φόρος]] ἐπὶ τῶν πραγματειῶν πλοίων, Δημ. 475. 5. 2) [[δεκάτη]] (ἐνν. [[ἡμέρα]]), ἡ, ἡ [[δεκάτη]] [[ἡμέρα]], Ὅμ.· ἐν Ἀθήναις, ἡ ἑορτὴ κατὰ τὴν δεκάτην ἡμέραν [[μετὰ]] τὴν γέννησιν, [[ὁπότε]] τὸ [[τέκνον]] ἐλάμβανε τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], τὴν δ. θύειν, παρατιθέναι εὐωχίαν ἐπὶ τῇ ὀνοματοθεσίᾳ τοῦ τέκνου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 922, πρβλ. 494, Εὐρ. Ἠλ. 645· οὕτω, τὴν δ. ἑστιᾶσαι [[ὑπὲρ]] τοῦ υἱοῦ Δημ. 1016, ἐν τέλ., πρβλ. 1001. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> dixième;<br /><b>2</b> ἡ [[δεκάτη]] ([[μερίς]] <i>ou</i> [[μοῖρα]]) la dixième partie, la dîme.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
(Arc. δέκοτος IG5(2).282 (Mantinea, v B.C.), also Aeol. in Epigr.Gr.988.5 (Balbilla)), η, ον: (δέκα):—
A tenth, Ἠώς Il.6.175, etc.; as a round number, Od.16.18, etc. II δεκάτη (sc. μερίς), ἡ, tenth part, tithe, τᾶς δεκάτας δεκάταν Simon.141.4, cf. Hdt.2.135, etc.; τῇ θεῷ τὰς δ. ἐξαιρεθῆναι Lys.20.24; τὰ ἐκ τῆς δ. the produce of the tenth, IG12.91, cf. Tab.Defix.99.14: esp. as a customs-duty, D.20.60; δεκάτη μόσχων PTeb.307.8 (iii A.D.). 2 δεκάτη (sc. ἡμέρα), ἡ, the tenth day, Od.9.83, al. b δ. προτέρα· ἡ πρὸ εἰκάδος, ὡς ὑστέρα· ἡ μετ' εἰκάδα, Hsch. 3 festival on the tenth day after birth, when the child has a name given it, τὴν δ. θύειν to give a naming-day feast, Ar.Av.922, cf. 494; δ. ὑπέρ τινος ἑστιᾶσαι D.40.28, cf. 39.22. 4 δεκάτα· τάξις, ἄθροισμα, καὶ ἡ τῶν εἴκοσιν ἁρμάτων τάξις, Hsch. 5 δέκατον, τό, tenth part, LXX Le.23.13,17 (pl.).
German (Pape)
[Seite 543] der Zehnte, von Hom. an überall. Bei Homer als bestimmte Zahlangabe z. B. Iliad. 2, 329 Odyss. 10, 29; Odyss. 19, 192 τῷ δ' ἤδη δεκάτη ἢ ἑνδεκάτη πέλεν ἠὼς οἰχομένῳ; als runde Bezeichnung einer ganz unbestimmten Vielheit Odyss. 14, 325. 19, 294 ἐς δεκάτην γενεήν; 16, 18 δεκάτῳ ἐνιαυτῷ; besonders merkwürdig Iliad. 8, 404. 418 ἐς δεκάτους περιτελλομένους ἐνιαυτούς, statt ἐς δέκατον ἐνιαυτόν, Homerisch plural. für den singular., oder statt ἐς δέκα ἐνιαυτούς, die Ordinalzahl statt der Cardinalzahl, was eine nicht minder Homerische Figur sein würde; auf seden Fall ist Bentley's Conjectur δέκα τούς müssig. – Vgl. δεκάτη.
Greek (Liddell-Scott)
δέκατος: -η, -ον, (δέκα) Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται αὐτὸ καὶ ὡς ἀριθμὸν στρογγύλον, οὕτως εἰπεῖν, Ὀδ. Π. 18, κτλ. ΙΙ. δεκάτη (ἐνν. μερίς), ἡ, τὸ δέκατον μέρος, πολλοστὸν μέρος, Σιμων. 133 Bgk., Ἡρόδ. 2. 135, κτλ.· τῇ θεῷ Λυσ. 160. 14· τὰ ἐκ τῆς δ., ὅ,τι συνελέχθη ἐκ τῆς δεκάτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 7, πρβλ. 1034, κ. ἀλλ.· ἰδίως ὡς φόρος ἐπὶ τῶν πραγματειῶν πλοίων, Δημ. 475. 5. 2) δεκάτη (ἐνν. ἡμέρα), ἡ, ἡ δεκάτη ἡμέρα, Ὅμ.· ἐν Ἀθήναις, ἡ ἑορτὴ κατὰ τὴν δεκάτην ἡμέραν μετὰ τὴν γέννησιν, ὁπότε τὸ τέκνον ἐλάμβανε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, τὴν δ. θύειν, παρατιθέναι εὐωχίαν ἐπὶ τῇ ὀνοματοθεσίᾳ τοῦ τέκνου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 922, πρβλ. 494, Εὐρ. Ἠλ. 645· οὕτω, τὴν δ. ἑστιᾶσαι ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ Δημ. 1016, ἐν τέλ., πρβλ. 1001. 5.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 adj. dixième;
2 ἡ δεκάτη (μερίς ou μοῖρα) la dixième partie, la dîme.
Étymologie: δέκα.