χειμάμυνα: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6_9) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειμάμῡνα''': ἡ, [[ἄμυνα]] κατὰ τοῦ χειμῶνος, χειμερινὸν [[ἱμάτιον]], «καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν, ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος, [[Ὅμηρος]] δὲ ἀλεξάνεμον κέκληκεν» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 61· ἐκ τοῦ Σοφ. ἐν τοῖς Bachm. Ἀνεκδ. 1. 415. | |lstext='''χειμάμῡνα''': ἡ, [[ἄμυνα]] κατὰ τοῦ χειμῶνος, χειμερινὸν [[ἱμάτιον]], «καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν, ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος, [[Ὅμηρος]] δὲ ἀλεξάνεμον κέκληκεν» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 61· ἐκ τοῦ Σοφ. ἐν τοῖς Bachm. Ἀνεκδ. 1. 415. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[βαρύ]] [[ένδυμα]] και [[κάθε]] [[άλλο]] [[μέσο]] με το οποίο αντιμετωπίζει [[κανείς]] τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄμυνα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰμ], ἡ,
A defence against winter, thick winter cloak, A.Fr.449, S.Fr.1112, Ael.Dion.Fr.445.
German (Pape)
[Seite 1342] ἡ, Abwehr u. Schutz gegen Winter, Sturm u. Regen, ein dicker Winterrock; Aesch. frg. 390; Soph. frg. 958.
Greek (Liddell-Scott)
χειμάμῡνα: ἡ, ἄμυνα κατὰ τοῦ χειμῶνος, χειμερινὸν ἱμάτιον, «καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν, ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος, Ὅμηρος δὲ ἀλεξάνεμον κέκληκεν» Πολυδ. Ζ΄, 61· ἐκ τοῦ Σοφ. ἐν τοῖς Bachm. Ἀνεκδ. 1. 415.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βαρύ ένδυμα και κάθε άλλο μέσο με το οποίο αντιμετωπίζει κανείς τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἄμυνα.