χειρογραφία: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(6_10) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρογραφία''': ἡ, ἡ διὰ χειρὸς γραφή, Ἰω. Σκυλ. ἐν Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 666, 1. | |lstext='''χειρογραφία''': ἡ, ἡ διὰ χειρὸς γραφή, Ἰω. Σκυλ. ἐν Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 666, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[χειρογράφος]]<br />ιδιόχειρη [[γραφή]], [[γράψιμο]] με το ίδιο το [[χέρι]] κάποιου («ἐπηκολούθηκα τῇ αὐθεντικῇ χειρογραφίᾳ», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ένορκη [[δήλωση]] ή [[κατάθεση]]<br /><b>2.</b> [[χειρόγραφο]]<br /><b>3.</b> τυπική [[έκφραση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A report in writing, PTeb.64 (a).54 (ii B.C.). 2 declaration attested by oath, written testimony, χ. ὅρκου βασιλικοῦ ib.27.32 (ii B.C.); κατὰ νόμους χειρογραφίας PRev.Laws 37.13 (iii B.C.); παραβεβηκότος τὰ τῆς χ. PAmh.2.35.31 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
χειρογραφία: ἡ, ἡ διὰ χειρὸς γραφή, Ἰω. Σκυλ. ἐν Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 666, 1.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ χειρογράφος
ιδιόχειρη γραφή, γράψιμο με το ίδιο το χέρι κάποιου («ἐπηκολούθηκα τῇ αὐθεντικῇ χειρογραφίᾳ», πάπ.)
αρχ.
1. ένορκη δήλωση ή κατάθεση
2. χειρόγραφο
3. τυπική έκφραση.