ἀφύλακτος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφύλακτος''': -ον, (φῠλάσσω) ὁ μὴ φυλαττόμενος, ἀφέντες τὴν ἑωυτῶν ἀφύλακτον Ἡρόδ. 8. 70, πρβλ. Θουκ. 2. 13, 93· ἀφ. ἡ [[τήρησις]], οὐδεμία [[φύλαξις]] [[εἶναι]] [[ἐπαρκής]], Εὐρ. Ἀποσπ. 162. ΙΙ (φυλάσσομαι) ὁ μὴ φυλασσόμενος, μὴ προσέχων, [[ἄφροντις]], [[ἀμέριμνος]], [[ἀδεής]], Λατ. securus, Ἡρόδ. 9. 116, Θουκ. 7. 32· [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολ. 1. 12, 4· ἀφύλακτον εὕδειν εὐφρόνην, καθεύδειν ἐν ἀσφαλείᾳ κατὰ τὸ [[διάστημα]] τῆς νυκτός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 337· ἀφ. τινα λαμβάνει, καταλαμβάνειν τινὰ ἀφύλακτον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37· ἵνα… ἀφ. ληφθῇ Δημ. 45. 6· τὸ ἀφ., [[ἔλλειψις]] προφυλάξεως, Θουκ. 3. 30: ― Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 17, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ τῶν ὁποίων δὲν δύναταί τις νὰ προφυλαχθῇ, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 5, κἑξ· [[ἄφυκτος]], [[τύχη]] Διον. Ἁλ. 9. 25· τὸ πεπρωμένον Πλουτ. Καῖσ. 63· Ἐρινὺς Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 218. 7. | |lstext='''ἀφύλακτος''': -ον, (φῠλάσσω) ὁ μὴ φυλαττόμενος, ἀφέντες τὴν ἑωυτῶν ἀφύλακτον Ἡρόδ. 8. 70, πρβλ. Θουκ. 2. 13, 93· ἀφ. ἡ [[τήρησις]], οὐδεμία [[φύλαξις]] [[εἶναι]] [[ἐπαρκής]], Εὐρ. Ἀποσπ. 162. ΙΙ (φυλάσσομαι) ὁ μὴ φυλασσόμενος, μὴ προσέχων, [[ἄφροντις]], [[ἀμέριμνος]], [[ἀδεής]], Λατ. securus, Ἡρόδ. 9. 116, Θουκ. 7. 32· [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολ. 1. 12, 4· ἀφύλακτον εὕδειν εὐφρόνην, καθεύδειν ἐν ἀσφαλείᾳ κατὰ τὸ [[διάστημα]] τῆς νυκτός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 337· ἀφ. τινα λαμβάνει, καταλαμβάνειν τινὰ ἀφύλακτον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37· ἵνα… ἀφ. ληφθῇ Δημ. 45. 6· τὸ ἀφ., [[ἔλλειψις]] προφυλάξεως, Θουκ. 3. 30: ― Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 17, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ τῶν ὁποίων δὲν δύναταί τις νὰ προφυλαχθῇ, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 5, κἑξ· [[ἄφυκτος]], [[τύχη]] Διον. Ἁλ. 9. 25· τὸ πεπρωμένον Πλουτ. Καῖσ. 63· Ἐρινὺς Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 218. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non gardé, non protégé <i>ou</i> surveillé par des gardiens;<br /><b>2</b> qui n’est pas sur ses gardes, sans précautions, sans défiance : [[ἀφύλακτος]] [[πρός]] [[τι]] ARSTT qui ne se met pas en garde contre un danger ; τὸ ἀφύλακτον THC manque de précautions;<br /><b>3</b> contre qui <i>ou</i> contre quoi l’on ne peut se garder ; qu’on ne peut éviter, à qui <i>ou</i> à quoi l’on ne peut échapper (sort, destinée).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φυλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον, (φυλάσσω)
A unguarded, unwatched, ἀφέντες τὴν ἑωυτῶν ἀφύλακτον Hdt.8.70, cf. Th.2.13,93; ἀ. ἡ τήρησις no watching is sufficient, E.Fr.162. II (φυλάσσομαι) unguarded, off one's guard, ἀφυλάκτῳ τινὶ ἐπιπεσεῖν, ἐπιγενέσθαι, Hdt.9.116, Th.7.32; πρὸς τὸ ἀδικεῖσθαι Arist.Rh.1372a19; ἀφύλακτον εὕδειν εὐφρόνην sleep securely through the night, A.Ag.337; ἀ. τινα λαμβάνειν catch one off his guard, X.Cyr.1.6.37; ἵνα . . ἀ. ληφθῇ D.4.18; τὸ ἀ. want of precaution, Th.3.30: Comp. -ότερος J.AJ5.7.4: Sup.-ότατος, νυκτὸς ὥρα D.H.2.38. Adv. -τως X.HG4.1.17; διακεῖσθαι Plb.4.36.4; ὁμιλεῖν Phld.Ir.p.30 W.; ῥᾳθύμως καὶ ἀ. D.H.9.19: Comp. -ότερον ἔχειν Paus.7.16.2. 2 of things, against which no precautions are or can be used, not guarded against, Arist.Rh.1372a24; inevitable, τύχη D.H.9.25; τὸ πεπρωμένον Plu.Caes.63; Ἐρινύς Epigr.Gr.218.7; ἀκωκή IG12(7).115.7 (Amorgos); βέλος APl.4.211 (Stat. Flacc.); Ἔρως ib.198 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 416] 1) unbewacht, Her. 8, 70; Thuc. 2, 13; auch sonst in Prosa nicht selten, von Menschen u. Städten. – 2) sich nicht hütend, unbedacht, unvorsichtig, Her. 9, 116; Thuc. 7. 29; Xen. Cyr. 1, 6, 37. – Adv. ἀφυλάκτως ebenso, z. B. διακεῖσθαι Pol. 4, 36; neben καταφρονητικῶς Xen. Hell. 4, 1, 9; ἀφύλακτον εὑδήσουσιν, sorglos, Aesch. Ag. 344.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύλακτος: -ον, (φῠλάσσω) ὁ μὴ φυλαττόμενος, ἀφέντες τὴν ἑωυτῶν ἀφύλακτον Ἡρόδ. 8. 70, πρβλ. Θουκ. 2. 13, 93· ἀφ. ἡ τήρησις, οὐδεμία φύλαξις εἶναι ἐπαρκής, Εὐρ. Ἀποσπ. 162. ΙΙ (φυλάσσομαι) ὁ μὴ φυλασσόμενος, μὴ προσέχων, ἄφροντις, ἀμέριμνος, ἀδεής, Λατ. securus, Ἡρόδ. 9. 116, Θουκ. 7. 32· πρός τι Ἀριστ. Πολ. 1. 12, 4· ἀφύλακτον εὕδειν εὐφρόνην, καθεύδειν ἐν ἀσφαλείᾳ κατὰ τὸ διάστημα τῆς νυκτός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 337· ἀφ. τινα λαμβάνει, καταλαμβάνειν τινὰ ἀφύλακτον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37· ἵνα… ἀφ. ληφθῇ Δημ. 45. 6· τὸ ἀφ., ἔλλειψις προφυλάξεως, Θουκ. 3. 30: ― Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 17, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ τῶν ὁποίων δὲν δύναταί τις νὰ προφυλαχθῇ, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 5, κἑξ· ἄφυκτος, τύχη Διον. Ἁλ. 9. 25· τὸ πεπρωμένον Πλουτ. Καῖσ. 63· Ἐρινὺς Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 218. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non gardé, non protégé ou surveillé par des gardiens;
2 qui n’est pas sur ses gardes, sans précautions, sans défiance : ἀφύλακτος πρός τι ARSTT qui ne se met pas en garde contre un danger ; τὸ ἀφύλακτον THC manque de précautions;
3 contre qui ou contre quoi l’on ne peut se garder ; qu’on ne peut éviter, à qui ou à quoi l’on ne peut échapper (sort, destinée).
Étymologie: ἀ, φυλάσσω.