ἐράσμιος: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐράσμιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Ἀνακρ. 18· [[ἐπέραστος]], [[εὐχάριστος]], Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 52, Ξεν. Συμπ. 8. 36· ὑπερθετ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 3: [[ἀγαπητός]], ἐπιθυμητός, πόλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 605· [[κεῖνος]] ὁ ταῖς ἀγέλαισιν [[ἐράσμιος]] Μόσχ. 3. 19· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐράσμιον ἀνθήσασα Ἀνθ. Π. 7. 219, Ἡσύχ.
|lstext='''ἐράσμιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Ἀνακρ. 18· [[ἐπέραστος]], [[εὐχάριστος]], Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 52, Ξεν. Συμπ. 8. 36· ὑπερθετ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 3: [[ἀγαπητός]], ἐπιθυμητός, πόλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 605· [[κεῖνος]] ὁ ταῖς ἀγέλαισιν [[ἐράσμιος]] Μόσχ. 3. 19· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐράσμιον ἀνθήσασα Ἀνθ. Π. 7. 219, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aimable, gracieux, charmant;<br /><b>2</b> aimé, désiré par, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐράω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐράσμιος Medium diacritics: ἐράσμιος Low diacritics: εράσμιος Capitals: ΕΡΑΣΜΙΟΣ
Transliteration A: erásmios Transliteration B: erasmios Transliteration C: erasmios Beta Code: e)ra/smios

English (LSJ)

ον, also η, ον Anacr.20:—

   A lovely, pleasant, Semon.7.52 ; τὴν ψυχὴν ἐ. X.Smp.8.36 : Comp., Them.Or.17.216a: Sup. -ώτατον, ψυχῆς ἦθος X.Mem.3.10.3 ; τὸ ἐ. Plot.1.3.2 ; beloved, desired, πόλει A. Ag.605 ; ταῖς ἀγέλαισιν Mosch.3.20 ; ἐ. ἄγειν τινά treat affectionately, J.AJ19.6.1 : neut.as Adv., ἐράσμιον ἀνθήσασα AP7.219 (Pomp.Jun.).

German (Pape)

[Seite 1017] ον, auch dreier Endungen, ἐρασμίη πέλεια Anacr. 14, 1; lieblich, anmuthig, angenehm, von Personen und Sachen, ἥκειν ἐράσμιον πόλει, ersehnt, Aesch. Ag. 591; τὸ ἐρασμιώτατον τῆς ψυχῆς ἦθος Xen. Mem. 3, 10, 3; Sp., wie Plut. Pomp. 2 Luc. D. D. 30, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐράσμιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἀνακρ. 18· ἐπέραστος, εὐχάριστος, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 52, Ξεν. Συμπ. 8. 36· ὑπερθετ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 3: ἀγαπητός, ἐπιθυμητός, πόλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 605· κεῖνος ὁ ταῖς ἀγέλαισιν ἐράσμιος Μόσχ. 3. 19· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐράσμιον ἀνθήσασα Ἀνθ. Π. 7. 219, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aimable, gracieux, charmant;
2 aimé, désiré par, τινι.
Étymologie: ἐράω.