ποτίστρα: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(6_9) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτίστρα''': ἡ, [[μέρος]] πρὸς πότισμα, [[σκάφη]] πρὸς ποτισμὸν ζῴων, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 50, Διόδ. 3. 17, Στράβ. 356· [[ὡσαύτως]] ποτιστρίς, ίδος, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 890. Πρβλ. [[πίστρα]]. | |lstext='''ποτίστρα''': ἡ, [[μέρος]] πρὸς πότισμα, [[σκάφη]] πρὸς ποτισμὸν ζῴων, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 50, Διόδ. 3. 17, Στράβ. 356· [[ὡσαύτως]] ποτιστρίς, ίδος, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 890. Πρβλ. [[πίστρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ποτιστρέα]], Α<br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου πίνουν [[νερό]] τα ζώα<br /><b>2.</b> [[σκάφη]] για το [[πότισμα]] τών ζώων<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ποτιστήρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωλήνωση]] για τη [[μεταφορά]] νερού σε [[οικία]]<br /><b>2.</b> [[εγκατάσταση]] για την [[άρδευση]] τών αγρών, [[υδραγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κρεμάσ</i>-<i>τρα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A watering-place, drinking-trough, Call.Dian.50, D.S.3.17, Str.8.3.31, Al.Ex.2.16, PFlor.50.107 (iii A.D.). 2 conduit or channel, CPR121.1 (pl., iii A.D.), PTeb.374.14 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, die Tränke, Callim. H. Dian. 50; Strab. 8, 3, 31; D. Sic. 3, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ποτίστρα: ἡ, μέρος πρὸς πότισμα, σκάφη πρὸς ποτισμὸν ζῴων, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 50, Διόδ. 3. 17, Στράβ. 356· ὡσαύτως ποτιστρίς, ίδος, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 890. Πρβλ. πίστρα.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ποτιστρέα, Α
1. μέρος όπου πίνουν νερό τα ζώα
2. σκάφη για το πότισμα τών ζώων
νεοελλ.
το ποτιστήρι
αρχ.
1. σωλήνωση για τη μεταφορά νερού σε οικία
2. εγκατάσταση για την άρδευση τών αγρών, υδραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].