κλόνις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_12)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλόνις''': -ιος, ἡ, = [[ῥάχις]], Ἀντίμαχος παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = [[ἰσχίον]], Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος [[μάχαιρα]] ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ).
|lstext='''κλόνις''': -ιος, ἡ, = [[ῥάχις]], Ἀντίμαχος παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = [[ἰσχίον]], Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος [[μάχαιρα]] ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ).
}}
{{grml
|mltxt=[[κλόνις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[ιερό]] [[οστό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>klou</i>-<i>ni</i> «[[ισχίο]], [[γλουτός]]» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>śroni</i>, το αβεστ. <i>sraoniš</i>, το λατ. <i>clunis</i>, το ιρλδ. <i>cluain</i> και το λιθουαν. <i>šlaunis</i>. Πρόβλημα, [[ωστόσο]], παρουσιάζει ο [[φωνηεντισμός]] <i>κλον</i>-, που ερμηνεύεται ως [[αποτέλεσμα]] παρετυμολογικής συνδέσεως με το [[κλόνος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλόνις Medium diacritics: κλόνις Low diacritics: κλόνις Capitals: ΚΛΟΝΙΣ
Transliteration A: klónis Transliteration B: klonis Transliteration C: klonis Beta Code: klo/nis

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A os sacrum, Antim.65: κλόνιον, τό, = ἰσχίον, ῥάχις, ὀσφύς, Hsch.: κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον, Id. (Cf. Skt. śróṇis 'haunch', Lat. clūnis.)

German (Pape)

[Seite 1456] εως, ἡ, das Heiligen- od. Steißbein, os lumbare, Antim. 59 bei Poll. 2, 178.

Greek (Liddell-Scott)

κλόνις: -ιος, ἡ, = ῥάχις, Ἀντίμαχος παρὰ Πολυδ. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = ἰσχίον, Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ).

Greek Monolingual

κλόνις, -ιος, ἡ (Α)
1. το ιερό οστό
2. η κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klou-ni «ισχίο, γλουτός» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. śroni, το αβεστ. sraoniš, το λατ. clunis, το ιρλδ. cluain και το λιθουαν. šlaunis. Πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζει ο φωνηεντισμός κλον-, που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα παρετυμολογικής συνδέσεως με το κλόνος.