ἐριθεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῑθεύομαι''': Ἀποθ. ([[ἔριθος]]): - ὑπηρετῶ, [[ἐργάζομαι]] ἐπὶ μισθῷ, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 11)· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἠλιόδ. 1. 5, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 833, Εὐστ. 1162. 23. ΙΙ. ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ἐπὶ προσώπων, ἐπιδιώκω θέσιν δημοσίαν, ἐπὶ τὴν ἀρχὴν [[σπουδάζω]], [[σπουδαρχέω]], ἐπιζητῶ τὴν ἐπιδοκιμασίαν τοῦ ὄχλου, οἱ ἐριθευόμενοι, Λατ. ambitum exercentes, Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 9· ἀλλὰ μεταβ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους, δελεάζειν, πλανᾶν καὶ ἑλκύειν αὐτοὺς εἰς φατριαστικὰ μέτρα, Πολύβ. 10. 22, 9. Πρβλ. [[ἐριθεία]], [[ἀνερίθευτος]].
|lstext='''ἐρῑθεύομαι''': Ἀποθ. ([[ἔριθος]]): - ὑπηρετῶ, [[ἐργάζομαι]] ἐπὶ μισθῷ, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 11)· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἠλιόδ. 1. 5, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 833, Εὐστ. 1162. 23. ΙΙ. ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ἐπὶ προσώπων, ἐπιδιώκω θέσιν δημοσίαν, ἐπὶ τὴν ἀρχὴν [[σπουδάζω]], [[σπουδαρχέω]], ἐπιζητῶ τὴν ἐπιδοκιμασίαν τοῦ ὄχλου, οἱ ἐριθευόμενοι, Λατ. ambitum exercentes, Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 9· ἀλλὰ μεταβ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους, δελεάζειν, πλανᾶν καὶ ἑλκύειν αὐτοὺς εἰς φατριαστικὰ μέτρα, Πολύβ. 10. 22, 9. Πρβλ. [[ἐριθεία]], [[ἀνερίθευτος]].
}}
{{bailly
|btext=briguer, intriguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῑθεύομαι Medium diacritics: ἐριθεύομαι Low diacritics: εριθεύομαι Capitals: ΕΡΙΘΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: eritheúomai Transliteration B: eritheuomai Transliteration C: eritheyomai Beta Code: e)riqeu/omai

English (LSJ)

Dep., (ἔριθος)

   A serve, work for hire, LXX To.2.11:—so in Act., Hld.1.5.    II of public officers or characters, canvass, intrigue for office, οἱ ἐριθευόμενοι Arist.Pol.1303a16 ; cf. ἐξεριθεύομαι.    2 later Act., generally, compete with, τινι Sch.S.Aj.833 : abs., indulge in petty intrigue, Eust.1162.23.

German (Pape)

[Seite 1029] dep. med. (das act. bei Hel. 1, 5 Schol. Soph. Ai. 832 Hes.), für Lohn arbeiten, tagelöhnern, LXX.; übh. arbeiten, im act., Hel. 1, 5. Von Obrigkeiten, Richtern u. dgl., Etwas um eines Gewinnes willen thun, sich bestechen lassen, = δεκάζεσθαι, Suid. – Um Gunst buhlen, Ehrenstellen erschleichen, Arist. Pol. 5, 3. Die VLL. führen es auch für streiten an. S. ἐριθεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῑθεύομαι: Ἀποθ. (ἔριθος): - ὑπηρετῶ, ἐργάζομαι ἐπὶ μισθῷ, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 11)· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἠλιόδ. 1. 5, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 833, Εὐστ. 1162. 23. ΙΙ. ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ἐπὶ προσώπων, ἐπιδιώκω θέσιν δημοσίαν, ἐπὶ τὴν ἀρχὴν σπουδάζω, σπουδαρχέω, ἐπιζητῶ τὴν ἐπιδοκιμασίαν τοῦ ὄχλου, οἱ ἐριθευόμενοι, Λατ. ambitum exercentes, Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 9· ἀλλὰ μεταβ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους, δελεάζειν, πλανᾶν καὶ ἑλκύειν αὐτοὺς εἰς φατριαστικὰ μέτρα, Πολύβ. 10. 22, 9. Πρβλ. ἐριθεία, ἀνερίθευτος.

French (Bailly abrégé)

briguer, intriguer.
Étymologie: ἔρις.