χώομαι: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χώομαι''': Ἐπικ. προστ. χώεο, ἴδε κατωτ.· Ἐπικ. παρατ. χώετο Ἰλ. Φ. 306· ― μέλλ. χώσομαι Α. 80 ([[ἔνθα]] ὁ [[τύπος]] χώσεται δύναται νὰ [[εἶναι]] Ἐπικ. ἀόρ. ὑποτ.), Λυκόφρ. 362· ― ἀόρ. ἐχωσάμην, ἴδε κατωτ.· ἀποθ. Ρῆμα Ἐπικ. ὡς τὸ χολόομαι, ὀργίζομαι, θυμώνω, ἀγανακτῶ, «χολιάζω», [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.), π. χ. Φ. 519, καὶ ἐν Ἡσ. Θεογ. 533 [[συχν]]. τῇ προσθήκῃ τοῦ θυμὸν Ἰλ. Π. 616· κῆρ Α. 44· [[κηρόθι]] Ὀδ. Ε. 284· φρεσὶν ᾖσιν Ἰλ. Τ. 127· χ. θυμῷ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· χ. φρένας Ἡσ. Θεογ. 554· σπανιώτερον, ταράττομαι, δυσαρεστοῦμαι, Ἰλ. Ξ. 406, Χ. 291. ― Συντάσσεται: 1) [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὀργίζομαι [[ἐναντίον]] τινός, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Α. 80, κλπ. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ. ἢ πράγμ., χωόμενον κατὰ θυμὸν .. γυναικὸς Α. 429, πρβλ. 2. 689· χώσατο δ’ αἰνῶς .. νίκης τε καὶ ἔγχεος Ν. 165, κλπ.· ― σπανιώτερον, ὅς μοι παλακίδος πέρι χώσατο Ι. 449, πρβλ. 266 (ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις ὁ Wolf γράφει περιχώσατο ὡς μίαν λέξιν, πρβλ. [[περιχώομαι]])· [[περί]] τινι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 12, Ὕμν. Ὁμ. Ἑρμ. 236. 3) μετ’αἰτ. πράγμ., μόνον ἐν τῇ φράσει μή μοι τόδε χώεο, μὴ ὀργίζου [[ἐναντίον]] μου διὰ τοῦτο, Ὀδ. Ε. 215· μή νύν μοι τόδε χώεο· Ψ. 213.
|lstext='''χώομαι''': Ἐπικ. προστ. χώεο, ἴδε κατωτ.· Ἐπικ. παρατ. χώετο Ἰλ. Φ. 306· ― μέλλ. χώσομαι Α. 80 ([[ἔνθα]] ὁ [[τύπος]] χώσεται δύναται νὰ [[εἶναι]] Ἐπικ. ἀόρ. ὑποτ.), Λυκόφρ. 362· ― ἀόρ. ἐχωσάμην, ἴδε κατωτ.· ἀποθ. Ρῆμα Ἐπικ. ὡς τὸ χολόομαι, ὀργίζομαι, θυμώνω, ἀγανακτῶ, «χολιάζω», [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.), π. χ. Φ. 519, καὶ ἐν Ἡσ. Θεογ. 533 [[συχν]]. τῇ προσθήκῃ τοῦ θυμὸν Ἰλ. Π. 616· κῆρ Α. 44· [[κηρόθι]] Ὀδ. Ε. 284· φρεσὶν ᾖσιν Ἰλ. Τ. 127· χ. θυμῷ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· χ. φρένας Ἡσ. Θεογ. 554· σπανιώτερον, ταράττομαι, δυσαρεστοῦμαι, Ἰλ. Ξ. 406, Χ. 291. ― Συντάσσεται: 1) [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὀργίζομαι [[ἐναντίον]] τινός, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Α. 80, κλπ. 2) [[μετὰ]] γεν. προσ. ἢ πράγμ., χωόμενον κατὰ θυμὸν .. γυναικὸς Α. 429, πρβλ. 2. 689· χώσατο δ’ αἰνῶς .. νίκης τε καὶ ἔγχεος Ν. 165, κλπ.· ― σπανιώτερον, ὅς μοι παλακίδος πέρι χώσατο Ι. 449, πρβλ. 266 (ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις ὁ Wolf γράφει περιχώσατο ὡς μίαν λέξιν, πρβλ. [[περιχώομαι]])· [[περί]] τινι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 12, Ὕμν. Ὁμ. Ἑρμ. 236. 3) μετ’αἰτ. πράγμ., μόνον ἐν τῇ φράσει μή μοι τόδε χώεο, μὴ ὀργίζου [[ἐναντίον]] μου διὰ τοῦτο, Ὀδ. Ε. 215· μή νύν μοι τόδε χώεο· Ψ. 213.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[χώσομαι]], <i>ao.</i> ἐχωσάμην, <i>pf. inus.</i><br />être irrité <i>ou</i> mécontent, s’irriter, se fâcher : θυμόν IL, [[κῆρ]] IL, φρεσὶν ᾖσιν IL, [[κηρόθι]], être irrité au fond du cœur ; τινι, contre qqn ; τινος, <i>rar.</i> [[περί]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; [[μή]] μοι [[τόδε]] [[χώεο]] OD ne t’irrite pas contre moi à cause de cela.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[χέω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώομαι Medium diacritics: χώομαι Low diacritics: χώομαι Capitals: ΧΩΟΜΑΙ
Transliteration A: chṓomai Transliteration B: chōomai Transliteration C: choomai Beta Code: xw/omai

English (LSJ)

Ep. imper. χώεο, v. infr.: Ep. impf.

   A χώετο Il.21.306: fut. χώσομαι, 3sg. χώσεται, Lyc.362: aor. ἐχωσάμην, v. infr.: Ep. aor. subj. χώσεται Il.1.80:—Ep. Verb, to be angry, freq. in Hom. (esp. Il.), 21.519, al., Hes.Th.533: with the addition of θυμόν Il.16.616; κῆρ 1.44; κηρόθι Od.5.284; φρεσὶν ᾗσι Il.19.127; χ. θυμῷ h.Cer.330; χ. φρένας ἀμφί Hes.Th.554.—Construction:    1 c. dat. pers., to be angry at one, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ Il.1.80, al.    2 c. gen. pers. vel rei, χωόμενον κατὰ θυμὸν . . γυναικός about or because of her, ib.429, cf. 2.689; χώσατο δ' αἰνῶς ἀμφότερον νίκης τε καὶ ἔγχεος 13.165, etc.    3 c. acc. rei, only in the phrase μή μοι τόδε χώεο be not angry with me for this, Od.5.215; μὴ νύν μοι τόδε χώεο 23.213.    4 folld. by ὅττι, χώσατο δ' Ἕκτωρ, ὅττι ῥά οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός Il.14.406, 22.291.    5 with a Prep., περὶ βουσί (ν) Hes.Sc.12, h.Merc.236.

German (Pape)

[Seite 1386] fut. χώσομαι, aor. ἐχωσάμην, zürnen, unwillig sein, werden; oft bei Hom., bes. in der Il.; ἔτι μᾶλλον χώετο Πηλείωνι 21, 306; θεά, μή μοι τόδε χώεο, zürne mir nicht deswegen, Od. 5, 215, wie 23, 213; öfters in Vrbdg mit θυμόν, κῆρ, auch φρεσίν, Il. 19, 127; θυμῷ H. h. Cer. 331; φρένας Hes. Th. 554; θυμὸν ἑταίρου χώεται αἰνῶς, er zürnt im Herzen um den Gefährten, Il. 20, 19; und so oft mit dem gen. der Person oder Sache, um deren willen man zürnt, 1, 429. 2, 689. 13, 662. 16, 553. 20, 29. 21, 457. 23, 37; seltner περί τινος, 9, 449. 14, 266, wo jetzt περιχώσατο steht; περί τινι Hes. Sc. 12; H. h. Merc. 236; einzeln auch bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

χώομαι: Ἐπικ. προστ. χώεο, ἴδε κατωτ.· Ἐπικ. παρατ. χώετο Ἰλ. Φ. 306· ― μέλλ. χώσομαι Α. 80 (ἔνθατύπος χώσεται δύναται νὰ εἶναι Ἐπικ. ἀόρ. ὑποτ.), Λυκόφρ. 362· ― ἀόρ. ἐχωσάμην, ἴδε κατωτ.· ἀποθ. Ρῆμα Ἐπικ. ὡς τὸ χολόομαι, ὀργίζομαι, θυμώνω, ἀγανακτῶ, «χολιάζω», συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.), π. χ. Φ. 519, καὶ ἐν Ἡσ. Θεογ. 533 συχν. τῇ προσθήκῃ τοῦ θυμὸν Ἰλ. Π. 616· κῆρ Α. 44· κηρόθι Ὀδ. Ε. 284· φρεσὶν ᾖσιν Ἰλ. Τ. 127· χ. θυμῷ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· χ. φρένας Ἡσ. Θεογ. 554· σπανιώτερον, ταράττομαι, δυσαρεστοῦμαι, Ἰλ. Ξ. 406, Χ. 291. ― Συντάσσεται: 1) μετὰ δοτ. προσ., ὀργίζομαι ἐναντίον τινός, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Α. 80, κλπ. 2) μετὰ γεν. προσ. ἢ πράγμ., χωόμενον κατὰ θυμὸν .. γυναικὸς Α. 429, πρβλ. 2. 689· χώσατο δ’ αἰνῶς .. νίκης τε καὶ ἔγχεος Ν. 165, κλπ.· ― σπανιώτερον, ὅς μοι παλακίδος πέρι χώσατο Ι. 449, πρβλ. 266 (ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις ὁ Wolf γράφει περιχώσατο ὡς μίαν λέξιν, πρβλ. περιχώομαιπερί τινι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 12, Ὕμν. Ὁμ. Ἑρμ. 236. 3) μετ’αἰτ. πράγμ., μόνον ἐν τῇ φράσει μή μοι τόδε χώεο, μὴ ὀργίζου ἐναντίον μου διὰ τοῦτο, Ὀδ. Ε. 215· μή νύν μοι τόδε χώεο· Ψ. 213.

French (Bailly abrégé)

f. χώσομαι, ao. ἐχωσάμην, pf. inus.
être irrité ou mécontent, s’irriter, se fâcher : θυμόν IL, κῆρ IL, φρεσὶν ᾖσιν IL, κηρόθι, être irrité au fond du cœur ; τινι, contre qqn ; τινος, rar. περί τινος, au sujet de qqn ou de qch ; μή μοι τόδε χώεο OD ne t’irrite pas contre moi à cause de cela.
Étymologie: DELG pê apparenté à χέω.