πειρατεία: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(6_9) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πειρᾱτεία''': ἡ, ([[πειρατεύω]]) τὸ [[ἔργον]] τοῦ πειρατοῦ, ἡ ἐν θαλάσσῃ [[λῃστεία]], Ὠριγέν. παρ’ Εὐστ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 282Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130. | |lstext='''πειρᾱτεία''': ἡ, ([[πειρατεύω]]) τὸ [[ἔργον]] τοῦ πειρατοῦ, ἡ ἐν θαλάσσῃ [[λῃστεία]], Ὠριγέν. παρ’ Εὐστ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 282Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΝΜΑ [[πειρατεύω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πειρατεύω]], το [[έργο]] του πειρατή, η [[ληστεία]] στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ληστεία]] ή [[άλλη]] [[πράξη]] βίας για ιδιωτικούς σκοπούς και [[χωρίς]] επίσημη κρατική [[εξουσιοδότηση]], η οποία εκδηλώνεται στον διεθνή θαλάσσιο χώρο, [[οπότε]] λέγεται ναυτοπειρατεία, ή στον διεθνή εναέριο χώρο, [[οπότε]] λέγεται [[αεροπειρατεία]]<br /><b>2.</b> <b>(γεωμορφ.)</b> διαβρωσιγενής [[υφαρπαγή]] ενός υδάτινου ρεύματος από το υδρογραφικό [[δίκτυο]] ενός άλλου ρεύματος, η οποία προκαλείται από την [[εκτροπή]] του τελευταίου [[μέσα]] στο πρώτο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 545] ἡ, Seeräuberei, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πειρᾱτεία: ἡ, (πειρατεύω) τὸ ἔργον τοῦ πειρατοῦ, ἡ ἐν θαλάσσῃ λῃστεία, Ὠριγέν. παρ’ Εὐστ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 282Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΜΑ πειρατεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πειρατεύω, το έργο του πειρατή, η ληστεία στη θάλασσα
νεοελλ.
1. κάθε ληστεία ή άλλη πράξη βίας για ιδιωτικούς σκοπούς και χωρίς επίσημη κρατική εξουσιοδότηση, η οποία εκδηλώνεται στον διεθνή θαλάσσιο χώρο, οπότε λέγεται ναυτοπειρατεία, ή στον διεθνή εναέριο χώρο, οπότε λέγεται αεροπειρατεία
2. (γεωμορφ.) διαβρωσιγενής υφαρπαγή ενός υδάτινου ρεύματος από το υδρογραφικό δίκτυο ενός άλλου ρεύματος, η οποία προκαλείται από την εκτροπή του τελευταίου μέσα στο πρώτο.