κατομβρία: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(6_9)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατομβρία''': ἡ, [[μεγάλη]], ἰσχυρὰ [[βροχή]], ἡ ἐκ τῆς βροχῆς [[πλήμμυρα]], Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 30, κτλ.· πληθ., [[αὐτόθι]] 58.
|lstext='''κατομβρία''': ἡ, [[μεγάλη]], ἰσχυρὰ [[βροχή]], ἡ ἐκ τῆς βροχῆς [[πλήμμυρα]], Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 30, κτλ.· πληθ., [[αὐτόθι]] 58.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατομβρία]], ἡ (Μ)<br />[[κάτομβρος]]<br />η ραγδαία [[βροχή]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατομβρία Medium diacritics: κατομβρία Low diacritics: κατομβρία Capitals: ΚΑΤΟΜΒΡΙΑ
Transliteration A: katombría Transliteration B: katombria Transliteration C: katomvria Beta Code: katombri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A heavy rain, Lyd.Ost.30, al.: pl., ib.58.

German (Pape)

[Seite 1403] ἡ, das Beregnen, Ueberschwemmen.

Greek (Liddell-Scott)

κατομβρία: ἡ, μεγάλη, ἰσχυρὰ βροχή, ἡ ἐκ τῆς βροχῆς πλήμμυρα, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 30, κτλ.· πληθ., αὐτόθι 58.

Greek Monolingual

κατομβρία, ἡ (Μ)
κάτομβρος
η ραγδαία βροχή.