κιβδηλεία: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_9)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιβδηλεία''': ἡ, [[νόθευσις]], Πλάτ. Νόμ. 916D, 920C.
|lstext='''κιβδηλεία''': ἡ, [[νόθευσις]], Πλάτ. Νόμ. 916D, 920C.
}}
{{grml
|mltxt=και κιθδηλία, η (ΑΜ [[κιβδηλεία]] και -ία, Α ιων. τ. -ίη)<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] κίβδηλο, η [[πλαστότητα]], η [[νόθευση]], η [[νοθεία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φαυλότητα]], [[απάτη]], [[ανειλικρίνεια]], [[δολιότητα]] («πολλήν γ' ἀφεῑλες τοῡ βίου κιβδηλίαν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νόθευση]] μεταλλικού νομίσματος ή [[παραποίηση]] χαρτονομίσματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκουριά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγυρτεία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθορά]], [[διαστροφή]]<br /><b>4.</b> [[μοιχεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κιβδηλία]] <span style="color: red;"><</span> [[κίβδηλος]]. Ο τ. [[κιβδηλεία]] <span style="color: red;"><</span> [[κιβδηλεύω]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιβδηλεία Medium diacritics: κιβδηλεία Low diacritics: κιβδηλεία Capitals: ΚΙΒΔΗΛΕΙΑ
Transliteration A: kibdēleía Transliteration B: kibdēleia Transliteration C: kivdileia Beta Code: kibdhlei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A adulteration, Pl.Lg.916d, 920c.

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, (eigtl. Beimischung von Metallschlacken, Poll. 3, 86; gew. übertr.) Verfälschung, Betrug; neben ψεῦδος u. ἀπάτη Plat. Legg. XI, 916 d; Sp. S. κιβδηλία.

Greek (Liddell-Scott)

κιβδηλεία: ἡ, νόθευσις, Πλάτ. Νόμ. 916D, 920C.

Greek Monolingual

και κιθδηλία, η (ΑΜ κιβδηλεία και -ία, Α ιων. τ. -ίη)
1. το να είναι κάτι κίβδηλο, η πλαστότητα, η νόθευση, η νοθεία
2. μτφ. φαυλότητα, απάτη, ανειλικρίνεια, δολιότητα («πολλήν γ' ἀφεῑλες τοῡ βίου κιβδηλίαν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
νόθευση μεταλλικού νομίσματος ή παραποίηση χαρτονομίσματος
αρχ.
1. σκουριά
2. μτφ. αγυρτεία
3. μτφ. διαφθορά, διαστροφή
4. μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κιβδηλία < κίβδηλος. Ο τ. κιβδηλεία < κιβδηλεύω.