σκαληνός: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκᾰληνός''': -ή, -όν, καὶ ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 48. 3, ός, όν, [[ἀνώμαλος]], [[ἄνισος]], Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 66· ἀταρπὸς σκ., [[ἀκανόνιστος]], [[ἀνώμαλος]], σκολιὰ [[ἀτραπός]], Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σκ. [[φλέψ]], λοξὴ φλ., Ἱππ. 910Β· - [[ἀριθμὸς]] σκ., περιττὸς [[ἀριθμὸς]] (ἴδε [[ἰσοσκελής]]), Πλάτ. Εὐθύφρων 12D· τρίγωνον σκ., ἔχον τὰς [[τρεῖς]] πλευρὰς ἀνίσους, Τίμ. Λοκρ. 98Β· οὕτω, τὸ σκαληνὸν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 23, 1· πρβλ. [[σκαληνής]], Ἡσύχ., Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐπιφάν. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σκολιός]]). | |lstext='''σκᾰληνός''': -ή, -όν, καὶ ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 48. 3, ός, όν, [[ἀνώμαλος]], [[ἄνισος]], Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 66· ἀταρπὸς σκ., [[ἀκανόνιστος]], [[ἀνώμαλος]], σκολιὰ [[ἀτραπός]], Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σκ. [[φλέψ]], λοξὴ φλ., Ἱππ. 910Β· - [[ἀριθμὸς]] σκ., περιττὸς [[ἀριθμὸς]] (ἴδε [[ἰσοσκελής]]), Πλάτ. Εὐθύφρων 12D· τρίγωνον σκ., ἔχον τὰς [[τρεῖς]] πλευρὰς ἀνίσους, Τίμ. Λοκρ. 98Β· οὕτω, τὸ σκαληνὸν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 23, 1· πρβλ. [[σκαληνής]], Ἡσύχ., Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐπιφάν. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σκολιός]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />boiteux.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαλ, boiter ; cf. [[σκολιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Leon. ap. Stob.4.52.28:—
A uneven, unequal, rough, Democr. ap. Thphr.Sens.66, Epicur.Ep.2p.50U.; ἀταρπὸς σ. a rugged path, Leon. l.c.; σ. φλέψ a slanting vein, Hp.Anat.1; ἀριθμὸς σ. odd number (v. ἰσοσκελής), Pl.Euthphr. 12d, cf. Nicom.Ar.2.16; τρίγωνον σ. a triangle with unequal sides, Ti.Locr.98b, cf. Call.Iamb.1.125; τὸ σ. Arist.APo.84b7; κῶνος σ. oblique cone, Apollon.Perg.Con.1 Def.1.3; cf. σκαληνής. (Prob.akin to σκολιός.)
German (Pape)
[Seite 888] 1) hinkend, wankend. – 2) uneben, ungleich, höckerig, ἀταρπός, Leon. Tar. 68 (App. 48); schief, Ggstz ἰσοσκελής, Plat. Euthyphr. 12 d; τρίγωνον, ein ungleichseitiges Dreieck, Euclid.; στερεά, Körper mit drei ungleichen Ausdehnungen, Nicom. arithm. 2, 16; φλέψ, die schiefe od. krumme Blutader, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰληνός: -ή, -όν, καὶ ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 48. 3, ός, όν, ἀνώμαλος, ἄνισος, Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 66· ἀταρπὸς σκ., ἀκανόνιστος, ἀνώμαλος, σκολιὰ ἀτραπός, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σκ. φλέψ, λοξὴ φλ., Ἱππ. 910Β· - ἀριθμὸς σκ., περιττὸς ἀριθμὸς (ἴδε ἰσοσκελής), Πλάτ. Εὐθύφρων 12D· τρίγωνον σκ., ἔχον τὰς τρεῖς πλευρὰς ἀνίσους, Τίμ. Λοκρ. 98Β· οὕτω, τὸ σκαληνὸν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 23, 1· πρβλ. σκαληνής, Ἡσύχ., Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐπιφάν. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ σκολιός).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
boiteux.
Étymologie: R. Σκαλ, boiter ; cf. σκολιός.