κηραφίς: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_12) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηρᾰφίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] ἀκρίδος, Νικ. Ἀλεξιφ. 394· πρβλ. [[κάραβος]]. | |lstext='''κηρᾰφίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] ἀκρίδος, Νικ. Ἀλεξιφ. 394· πρβλ. [[κάραβος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηραφίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ακρίδας<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάραβος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως να πρόκειται για το <i>καραδίς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάραβος]]) με [[επίδραση]] τών ονομασιών ζώων σε -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[έλαφος]], [[έριφος]]) και ιων. -<i>η</i>- [[αντί]] -<i>α</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a kind of
A locust, Nic.Al.394; = κάραβος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1433] ίδος, ἡ, wie καραβίς, Meerkrabbe, Nic. Al. 394, nach Schneider, vgl. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
κηρᾰφίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἀκρίδος, Νικ. Ἀλεξιφ. 394· πρβλ. κάραβος.
Greek Monolingual
κηραφίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος ακρίδας
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάραβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως να πρόκειται για το καραδίς (< κάραβος) με επίδραση τών ονομασιών ζώων σε -φος (πρβλ. έλαφος, έριφος) και ιων. -η- αντί -α-].