ῥαχία: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾱχία''': Ἰων. [[ῥηχίη]], ἡ· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς τὸ ῥηγμίν, ἡ ῥηγνυομένη ἐπὶ τῆς ἀκτῆς [[θάλασσα]], [[μάλιστα]] ἡ πλημμυροῦσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄμπωτις]], Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198· συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[πλημμυρίς]], ὁ αὐτ. 8. 129 ([[ἔνθα]] ἴδε Valck.), Πολύβ. 1. 37, 2, κ. ἀλλ. 2) ὁ [[κρότος]] τῶν κυμάτων ῥηγνυομένων κατὰ τῆς ἀκτῆς, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ θορύβου πολλοῦ ὄχλου, νόει ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11· ῥ. ποιεῖν ἐν τῷ δήμῳ Πλούτ. 2. 789D, πρβλ. 791Α· παροιμ., ῥαχίας λαλίστερος Διογενειαν. 7. 99. ΙΙ. «πᾶς [[πετρώδης]] αἰγιαλὸς» (Ἡσύχ.), ἁλίστονοι ῥ. Αἰσχύλ. Πρ. 713· παρ’ αὐτὴν τὴν ῥ. Θουκ. 4. 10, πρβλ. Πολύβ. 3. 39, 4, κ. ἀλλ.· [[ἀκτὴ]] ἐξέχουσα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 12. 2) = [[ῥάχις]] ΙΙ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 934. ([[ῥηχίη]], [[ῥαχία]] παράγεται βεβαίως ἐκ τοῦ ῥήγνυμι, ὡς τὸ ῥηγμίν· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ῥάχις]]). [ῥᾰ-[[χάριν]] τοῦ μέτρου μόνον παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 393. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. παρατηρ. σ. 74. | |lstext='''ῥᾱχία''': Ἰων. [[ῥηχίη]], ἡ· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς τὸ ῥηγμίν, ἡ ῥηγνυομένη ἐπὶ τῆς ἀκτῆς [[θάλασσα]], [[μάλιστα]] ἡ πλημμυροῦσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄμπωτις]], Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198· συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[πλημμυρίς]], ὁ αὐτ. 8. 129 ([[ἔνθα]] ἴδε Valck.), Πολύβ. 1. 37, 2, κ. ἀλλ. 2) ὁ [[κρότος]] τῶν κυμάτων ῥηγνυομένων κατὰ τῆς ἀκτῆς, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ θορύβου πολλοῦ ὄχλου, νόει ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11· ῥ. ποιεῖν ἐν τῷ δήμῳ Πλούτ. 2. 789D, πρβλ. 791Α· παροιμ., ῥαχίας λαλίστερος Διογενειαν. 7. 99. ΙΙ. «πᾶς [[πετρώδης]] αἰγιαλὸς» (Ἡσύχ.), ἁλίστονοι ῥ. Αἰσχύλ. Πρ. 713· παρ’ αὐτὴν τὴν ῥ. Θουκ. 4. 10, πρβλ. Πολύβ. 3. 39, 4, κ. ἀλλ.· [[ἀκτὴ]] ἐξέχουσα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 12. 2) = [[ῥάχις]] ΙΙ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 934. ([[ῥηχίη]], [[ῥαχία]] παράγεται βεβαίως ἐκ τοῦ ῥήγνυμι, ὡς τὸ ῥηγμίν· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ῥάχις]]). [ῥᾰ-[[χάριν]] τοῦ μέτρου μόνον παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 393. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. παρατηρ. σ. 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> rocher contre lequel se brisent les vagues au bord de la mer;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> bord de la mer formé de rochers, de falaises;<br /><b>2</b> flux de la mer se brisant contre les rochers;<br /><b>3</b> bruit des flots qui se brisent ; bruit, tumulte.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ῥηχίη, ἡ,
A flood-tide, opp. ἄμπωτις, Hdt.2.11, 7.198; joined with πλημυρίς (s. v. l.), Id.8.129, cf. Hp. ap. Gal.19.135. 2 the roar of the breakers, metaph. of a crowd of people, ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Posidipp.27.11; ῥ. ποιεῖν ἐν δήμῳ Plu.2.789d, cf. 791a: prov., ῥαχίας λαλίστερος Diogenian.7.99. II rocky shore or beach (πᾶς πετρώδης αἰγιαλός Hsch.), ἁλίστονοι ῥ. A.Pr.713; παρ' αὐτὴν τὴν ῥ. Th.4.10, cf. Plb.3.39.4, Str.16.4.23. 2 = ῥάχις 11.1, S.Fr.1088;= ῥάχις 1, Nonn.D.11.182, 39.334 (v. ad fin.). [ῥᾰ- metri gr. only in late Poets, as AP7.393 (Diocl.); in sense 11.2, Nonn. Il.cc.] (Cogn. with ῥᾱσσω, ῥήσσω, and ἀράσσω; τὸν τόπον ᾧ προσαράττει τὸ κῦμα, Ael.Dion.Fr.427: not cogn. with ῥήγνυμι, which has pan-Hellenic η.)
German (Pape)
[Seite 835] ἡ, ion. ῥηχίη, Her., bei Arr. auch ῥηχείη, steiles, felsiges Meergestade (πᾶς πετρώδης αἰγιαλός, Hesych.), gegen das die Wellen schlagen und sich mit Getös brechen, Brandung; ἁλίστονοι, Aesch. Prom. 714; Soph. frg. 934; παρ' αὐτὴν τὴν ῥαχίαν, Thuc. 4, 10; übh. Meeresküste, ἐν χέρσοισι ῥαχίαις, Diocl. 4 (VII, 393); ἀνεκβάτους ῥαχίας, Lycophr. 379; a. Sp., auch κυμάτων ῥαχίαι, Polyaen. 5, 6. – Dah. die Wellen des hochgehenden Meeres, wie Plut. vrbdt τοῦ πελάγους ἀνισταμένου καὶ τὰ πλοῖα πλάγια ταῖς ῥαχίαις περιβάλλοντος, Sertor. 7; auch ῥαχίαις τισὶ καὶ σάλοις ἐοικέναι, de prof. virt. sent. p. 263; vgl. Pol. 1, 37, 2, ὑπὸ τῆς ῥαχίας πρὸς ταῖς σπιλάσι καταγνύμενα σκάφη; u. im Ggstz von ἄμπωτις, die Fluth, Her. 2, 11. 7, 198; gleichbedeutend mit πλημμύρα, 8, 129. – liebh. Lärm, Getöse, ῥαχίαν ποιοῦντος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον, Plut. an seni 10; νόει ὄχλον ῥαχίαν ἠθροισμένην, Posidipp. bei Ath. IX, 377 c (v. l. ῥακεία u. ῥακία). Den Zusammenhang mit der ersten Bdtg zeigt das Sprichwort ῥαχίας λαλί στερος, welches Diogen. 7, 99 auf die Brandung zurückführt. Auch = ῥάχος, eingeschlossener Raum, Gefängniß, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾱχία: Ἰων. ῥηχίη, ἡ· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς τὸ ῥηγμίν, ἡ ῥηγνυομένη ἐπὶ τῆς ἀκτῆς θάλασσα, μάλιστα ἡ πλημμυροῦσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄμπωτις, Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198· συνάπτεται μετὰ τοῦ πλημμυρίς, ὁ αὐτ. 8. 129 (ἔνθα ἴδε Valck.), Πολύβ. 1. 37, 2, κ. ἀλλ. 2) ὁ κρότος τῶν κυμάτων ῥηγνυομένων κατὰ τῆς ἀκτῆς, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ θορύβου πολλοῦ ὄχλου, νόει ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11· ῥ. ποιεῖν ἐν τῷ δήμῳ Πλούτ. 2. 789D, πρβλ. 791Α· παροιμ., ῥαχίας λαλίστερος Διογενειαν. 7. 99. ΙΙ. «πᾶς πετρώδης αἰγιαλὸς» (Ἡσύχ.), ἁλίστονοι ῥ. Αἰσχύλ. Πρ. 713· παρ’ αὐτὴν τὴν ῥ. Θουκ. 4. 10, πρβλ. Πολύβ. 3. 39, 4, κ. ἀλλ.· ἀκτὴ ἐξέχουσα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 12. 2) = ῥάχις ΙΙ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 934. (ῥηχίη, ῥαχία παράγεται βεβαίως ἐκ τοῦ ῥήγνυμι, ὡς τὸ ῥηγμίν· πρβλ. ὡσαύτως ῥάχις). [ῥᾰ-χάριν τοῦ μέτρου μόνον παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 393. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. παρατηρ. σ. 74.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. rocher contre lequel se brisent les vagues au bord de la mer;
II. p. ext.
1 bord de la mer formé de rochers, de falaises;
2 flux de la mer se brisant contre les rochers;
3 bruit des flots qui se brisent ; bruit, tumulte.
Étymologie: ῥήγνυμι.