μεταβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταβουλεύω''': μεταγινώσκω, [[μεταβάλλω]] γνώμην, [[ἀμφί]] τινι ὢ [[πόποι]], ἦ [[μάλα]] δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., [[ὥστε]] μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· [[μετὰ]] τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., μετ. [[στράτευμα]] μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 12, πρβλ. [[μεταγιγνώσκω]] ΙΙ, [[μεταδοκέω]]· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., μ. τῆς ἀφίξιος Ἀλκίφρων 2. 4, 19.
|lstext='''μεταβουλεύω''': μεταγινώσκω, [[μεταβάλλω]] γνώμην, [[ἀμφί]] τινι ὢ [[πόποι]], ἦ [[μάλα]] δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., [[ὥστε]] μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· [[μετὰ]] τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., μετ. [[στράτευμα]] μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 12, πρβλ. [[μεταγιγνώσκω]] ΙΙ, [[μεταδοκέω]]· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., μ. τῆς ἀφίξιος Ἀλκίφρων 2. 4, 19.
}}
{{bailly
|btext=se raviser, changer de détermination : [[ἀμφί]] τινι OD au sujet de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[βουλεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβουλεύω Medium diacritics: μεταβουλεύω Low diacritics: μεταβουλεύω Capitals: ΜΕΤΑΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: metabouleúō Transliteration B: metabouleuō Transliteration C: metavouleyo Beta Code: metabouleu/w

English (LSJ)

   A alter one's plans, change one's mind, ἀμφί τινι Od.5.286.    II mostly in Med., Hdt.1.156, E.Or.1526 (troch.); μ. ἄνω καὶ κάτω Pl. Epin.982d; μ. ὥστε μένειν Hdt.8.57: c. μή et inf., μετὰ δὴ βουλεύεαι στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Id.7.12: c. gen., repent of, μ. τῆς ἀφίξεως Alciphr.2.4.19.

German (Pape)

[Seite 145] seinen Beschluß ändern, ἀμφί τινι, Od. 5, 286, μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως. – Gew. im med.; μεταβουλευσόμεσθα Eur. Or. 1526; so auch Her. 7, 12. 8, 57; ἀλλ' οὐ μεταβουλευόμενον ἄνω καὶ κάτω Plat. epin. 982 d; Sp., wie Luc. Prom. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβουλεύω: μεταγινώσκω, μεταβάλλω γνώμην, ἀμφί τινι ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ, μετέγνωσαν κλ., Ὀδ. Ε. 286. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. μεταβουλεύομαι, Ἡρόδ. 1. 156, Εὐρ. Ὀρ. 1526· μ. ἄνω καὶ κάτω Πλάτ. Ἐπιν. 982D· μ., ὥστε μενέειν Ἡρόδ. 8. 57· μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., μετ. στράτευμα μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 12, πρβλ. μεταγιγνώσκω ΙΙ, μεταδοκέω· ὡσαύτως μετὰ γεν., μ. τῆς ἀφίξιος Ἀλκίφρων 2. 4, 19.

French (Bailly abrégé)

se raviser, changer de détermination : ἀμφί τινι OD au sujet de qqn.
Étymologie: μετά, βουλεύω.