μακεσίκρανος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(6_15) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾱκεσίκρᾱνος''': -ον, ([[μᾶκος]]) «ὁ [[ἔποψ]]· διὰ τὸ ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καθάπερ λόφον» Ἡσύχ. | |lstext='''μᾱκεσίκρᾱνος''': -ον, ([[μᾶκος]]) «ὁ [[ἔποψ]]· διὰ τὸ ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καθάπερ λόφον» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακεσίκρανος]], -ον (Α)<br />(για τον τσαλαπετεινό) αυτός που έχει μακρύ [[λοφίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μᾶκεσι</i>- μέσω αμάρτυρου <i>μάκεσις</i> <span style="color: red;">+</span> [[κράνος]], [[κατά]] τα σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> και <i>λυσι</i>-)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (μᾶκος)
A tall-crested, of the hoopoe, Hsch.
German (Pape)
[Seite 84] mit langer Kuppe, langem Federbusch, der Wiedehopf, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱκεσίκρᾱνος: -ον, (μᾶκος) «ὁ ἔποψ· διὰ τὸ ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καθάπερ λόφον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μακεσίκρανος, -ον (Α)
(για τον τσαλαπετεινό) αυτός που έχει μακρύ λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶκεσι- μέσω αμάρτυρου μάκεσις + κράνος, κατά τα σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. και λυσι-)].