ἐπίμεσος: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(6_16) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίμεσος''': -ον, [[μέσος]], «μεσόκοπον: ἀρρενικῶς, τὸ ἐπιμέσου ἡλικίας, Κρατῖνος» Α. Β. 108. 24· ἐν τῇ γραμμ. ἐπίμεσον [[ῥῆμα]] τὸ μέσως ἢ παθητικῶς σχηματιζόμενον καὶ [[μηδέποτε]] ἐνεργητικῶς, καὶ σημαῖνον [[εἴτε]] ἐνέργειαν μόνον καὶ οὐχὶ [[πάθος]], [[εἴτε]] [[πάθος]] μόνον καὶ οὐχὶ ἐνέργειαν, [[οἷον]] χρῶμαι [[τεκμαίρομαι]], δέομαι, ἡττῶμαι, [[ὀδύρομαι]], κ.τ.τ., πρβλ. ἀποθετικὸς ΙΙ. | |lstext='''ἐπίμεσος''': -ον, [[μέσος]], «μεσόκοπον: ἀρρενικῶς, τὸ ἐπιμέσου ἡλικίας, Κρατῖνος» Α. Β. 108. 24· ἐν τῇ γραμμ. ἐπίμεσον [[ῥῆμα]] τὸ μέσως ἢ παθητικῶς σχηματιζόμενον καὶ [[μηδέποτε]] ἐνεργητικῶς, καὶ σημαῖνον [[εἴτε]] ἐνέργειαν μόνον καὶ οὐχὶ [[πάθος]], [[εἴτε]] [[πάθος]] μόνον καὶ οὐχὶ ἐνέργειαν, [[οἷον]] χρῶμαι [[τεκμαίρομαι]], δέομαι, ἡττῶμαι, [[ὀδύρομαι]], κ.τ.τ., πρβλ. ἀποθετικὸς ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἐπίμεσος]], -ον) [[μέσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μεσοκάθετος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μέσης]] ηλικίας, ο [[μεσόκοπος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπίμεσα ῥήματα» — τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και [[ποτέ]] ενεργητικούς) και δηλώνουν ή [[ενέργεια]] μόνο (και όχι «[[πάθος]]») ή [[πάθος]] μόνο (και όχι [[ενέργεια]])<br />χρῶμαι, [[δέομαι]], ήττῶμαι, [[οδύρομαι]] κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A middle, ἡλικία AB108; ῥῆμα ἐ. a middle verb, Gloss.
German (Pape)
[Seite 962] in der Mitte, ῥῆμα, verbum medium, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμεσος: -ον, μέσος, «μεσόκοπον: ἀρρενικῶς, τὸ ἐπιμέσου ἡλικίας, Κρατῖνος» Α. Β. 108. 24· ἐν τῇ γραμμ. ἐπίμεσον ῥῆμα τὸ μέσως ἢ παθητικῶς σχηματιζόμενον καὶ μηδέποτε ἐνεργητικῶς, καὶ σημαῖνον εἴτε ἐνέργειαν μόνον καὶ οὐχὶ πάθος, εἴτε πάθος μόνον καὶ οὐχὶ ἐνέργειαν, οἷον χρῶμαι τεκμαίρομαι, δέομαι, ἡττῶμαι, ὀδύρομαι, κ.τ.τ., πρβλ. ἀποθετικὸς ΙΙ.
Greek Monolingual
η (Α ἐπίμεσος, -ον) μέσος
νεοελλ.
η μεσοκάθετος
αρχ.
1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος
2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» — τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος μόνο (και όχι ενέργεια)
χρῶμαι, δέομαι, ήττῶμαι, οδύρομαι κ.λπ.