ὁλόκληρος: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόκληρος''': -ον, [[πλήρης]], [[ἀκέραιος]], [[τέλειος]], ἀντίθετ. τῷ [[κολοβός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· Λατ. integer, κίχλαι ἑκκαίδεχ’ ὁλόκληροι [[Πλάτων]] Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 9· τοὺς ἱερέας [[ἐνθάδε]] ὁλοκλήρους [[νόμος]] [[εἶναι]] Ἀλεξανδρίδης ἐν «Πόλεσι» 1. 10· ὁλ. ὑγιής τε Πλάτ. Τίμ. 44C· ὁλόκληροι μὲν ... ὅντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν ..., ὁλόκληρα δὲ ... καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι, τέλεια, πλήρη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250C· ὁλ. καὶ γνήσιον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 759C· ἐν ὁλ. δέρματι Λουκ. Φιλο-Ψευδ. 8. ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῶν, ἡ [[ἀνελευθερία]] οὐ πᾶσιν ὁλ. παραγίνεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 38, πρβλ. 4. 5, 7. Ἐπίρρ. -ρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 226· ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρως, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 577. | |lstext='''ὁλόκληρος''': -ον, [[πλήρης]], [[ἀκέραιος]], [[τέλειος]], ἀντίθετ. τῷ [[κολοβός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· Λατ. integer, κίχλαι ἑκκαίδεχ’ ὁλόκληροι [[Πλάτων]] Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 9· τοὺς ἱερέας [[ἐνθάδε]] ὁλοκλήρους [[νόμος]] [[εἶναι]] Ἀλεξανδρίδης ἐν «Πόλεσι» 1. 10· ὁλ. ὑγιής τε Πλάτ. Τίμ. 44C· ὁλόκληροι μὲν ... ὅντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν ..., ὁλόκληρα δὲ ... καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι, τέλεια, πλήρη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250C· ὁλ. καὶ γνήσιον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 759C· ἐν ὁλ. δέρματι Λουκ. Φιλο-Ψευδ. 8. ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῶν, ἡ [[ἀνελευθερία]] οὐ πᾶσιν ὁλ. παραγίνεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 38, πρβλ. 4. 5, 7. Ἐπίρρ. -ρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 226· ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρως, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 577. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui forme un tout ; entier, intact, complet, parfait.<br />'''Étymologie:''' [[ὅλος]], [[κλῆρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A complete, entire, perfect, opp. κολοβός, Arist.HA585b36 ; uncastrated, κίχλαι Pl.Com.174.9 ; τοὺς ἱερέας ὁ. νόμος εἶναι Anaxandr.39.10, cf. Men.233, Luc.Asin.33 ; ὁ. ὑγιής τε Pl.Ti.44c ; σῶμα Diog.Oen.39 ; ὁ. μὲν . . ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν... ὁ. δὲ . . καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι perfect, complete, Pl. Phdr.250c ; ὁ. καὶ γνήσιον Id.Lg.759c ; ἐν ὁ. δέρματι Luc.Philops.8 ; also of evils, ὁ. πήρωσις Democr.296 ; [ἡ ἀνελευθερία] οὐ πᾶσιν ὁ. παραγίνεται Arist.EN1121b19, cf. 1126a12 ; simply, whole, complete, ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρ[οι]ς IG14.1386 ; ὁ. βουλευτήριον BGU1027.12 (iv A. D.) ; ὁ. οἰκία PLond.3.930.13, etc. ; ὁ. κολλούρια drug-pencils used as wholes, for insertion in cavities, Antyll. ap. Orib.10.23.1. Adv. -ρως Erot. s.v. ἀπαρτί, S.E.P.3.226, Gal.16.68, Hld.7.8.
German (Pape)
[Seite 325] in allen seinen Theilen unversehrt, integer; καὶ ὑγιής, Plat. Tim. 44 c; καὶ γνήσιον, Legg. VI, 759 c; καὶ ἀπαθεῖς κακῶν, Phaedr. 250 c; öfter bei Sp.: εὔκλειαν ὁλόκληρον περιποιήσασθαι, Pol. 18, 28, 9; Πέρσαις ἀνανεώσασθαι πᾶσαν ὁλόκληρον, ἣν πρότερον ἔσχον, ἀρχήν, Hdn. 6, 2, 6; ἐν ὁλοκλήρῳ δέρματι, Luc. Philops. 8. – Adv., S. Emp. pyrrh. 3, 226.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόκληρος: -ον, πλήρης, ἀκέραιος, τέλειος, ἀντίθετ. τῷ κολοβός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· Λατ. integer, κίχλαι ἑκκαίδεχ’ ὁλόκληροι Πλάτων Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 9· τοὺς ἱερέας ἐνθάδε ὁλοκλήρους νόμος εἶναι Ἀλεξανδρίδης ἐν «Πόλεσι» 1. 10· ὁλ. ὑγιής τε Πλάτ. Τίμ. 44C· ὁλόκληροι μὲν ... ὅντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν ..., ὁλόκληρα δὲ ... καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι, τέλεια, πλήρη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250C· ὁλ. καὶ γνήσιον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 759C· ἐν ὁλ. δέρματι Λουκ. Φιλο-Ψευδ. 8. ― ὡσαύτως ἐπὶ κακῶν, ἡ ἀνελευθερία οὐ πᾶσιν ὁλ. παραγίνεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 38, πρβλ. 4. 5, 7. Ἐπίρρ. -ρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 226· ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρως, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 577.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forme un tout ; entier, intact, complet, parfait.
Étymologie: ὅλος, κλῆρος.