σταγών: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σταγών''': -όνος, ἡ, ([[στάζω]]) «[[στάλα]]», «σταλαγματιά», [[κροκοβαφὴς]] στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα [[σταγών]], ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ [[οἶνος]] ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ [[σπονδῖτις]] στ. = [[σπονδή]], Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ [[γάλα]], [[αὐτόθι]] 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ [[θάλασσα]], Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, [[εἶναι]] [[κατάστικτος]] μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. [[στάγες]] [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. [[στάξ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =[[ὀρείχαλκος]], Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ.
|lstext='''σταγών''': -όνος, ἡ, ([[στάζω]]) «[[στάλα]]», «σταλαγματιά», [[κροκοβαφὴς]] στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα [[σταγών]], ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ [[οἶνος]] ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ [[σπονδῖτις]] στ. = [[σπονδή]], Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ [[γάλα]], [[αὐτόθι]] 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ [[θάλασσα]], Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, [[εἶναι]] [[κατάστικτος]] μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. [[στάγες]] [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. [[στάξ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =[[ὀρείχαλκος]], Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />goutte qui découle, liquide tombant goutte à goutte (eau, vin, sang, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]], cf. [[στάγες]] de *στάξ.
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰγών Medium diacritics: σταγών Low diacritics: σταγών Capitals: ΣΤΑΓΩΝ
Transliteration A: stagṓn Transliteration B: stagōn Transliteration C: stagon Beta Code: stagw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, (στάζω)

   A drop, κροκοβαφὴς σ., of blood, A.Ag.1122 (lyr.), cf. Ch.400 (anap.); φόνου S.OT1278, cf. E.Ba.767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.); σ. ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8; δίψιοι σ., of tears, A.Ch.186, cf. Ag.888; οἴνου χλωραὶ σ. E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία σ., of wine, Ephipp.29; τῆς . . ἀπὸ Λέσβου . . σταγόνος Antiph.174.5; σ. σπονδῖτις AP6.190 (Gaet.); σ. μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.); σ. πίσσης Str.16.2.44; σ. τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; ψυχραῖσιν σταγόνεσσι with dew-drops, IG 14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626).    II a metal,= ὀρείχαλκος or ἄσπρον χάλκωμα, Ti.Locr.99c, v. Sch. (p.22 ed. Gelder).

German (Pape)

[Seite 926] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι σταγών, Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; σπονδῖτις, Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. στάγες. – Bei Tim. Locr. 99 c neben μόλυβδος, ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν σιδήριον.

Greek (Liddell-Scott)

σταγών: -όνος, ἡ, (στάζω) «στάλα», «σταλαγματιά», κροκοβαφὴς στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ οἶνος ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ σπονδῖτις στ. = σπονδή, Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ γάλα, αὐτόθι 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ θάλασσα, Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, εἶναι κατάστικτος μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. στάγες ὥσπερ ἐξ ὀνομ. στάξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =ὀρείχαλκος, Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
goutte qui découle, liquide tombant goutte à goutte (eau, vin, sang, etc.).
Étymologie: στάζω, cf. στάγες de *στάξ.