πῶ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(6_20)
(6)
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῶ''': συντετμημένον ἀντὶ πῶθι, [[πῖθι]], πίε, κατὰ τὴν Αἰολ. διάλεκτ., «ἔστι δὲ καὶ [[ῥῆμα]] (πῶ) παρ’ Αἰολεῦσιν· [[οἷον]], Χαῖρε καὶ πῶ· [[ὅπερ]] λέγεται ἐν ἑτέρῳ σύμπωθι» Μεγ. Ἐτυμολ. 698, 51 ἐκ ποιητοῦ τινος.
|lstext='''πῶ''': συντετμημένον ἀντὶ πῶθι, [[πῖθι]], πίε, κατὰ τὴν Αἰολ. διάλεκτ., «ἔστι δὲ καὶ [[ῥῆμα]] (πῶ) παρ’ Αἰολεῦσιν· [[οἷον]], Χαῖρε καὶ πῶ· [[ὅπερ]] λέγεται ἐν ἑτέρῳ σύμπωθι» Μεγ. Ἐτυμολ. 698, 51 ἐκ ποιητοῦ τινος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῶ:''' επίρρ., Δωρ. αντί [[ποῦ]];<br /><b class="num">I.</b> πού; σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> πῶ [[μάλα]]; ή [[πώμαλα]]; πώς επιτέλους; [[ουδόλως]], σε Αριστοφ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:29, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πω Medium diacritics: πῶ Low diacritics: πω Capitals: ΠΩ
Transliteration A: pō̂ Transliteration B: Transliteration C: po Beta Code: pw=

English (LSJ)

Adv., Dor. for ποῦ;

   A where? Hsch.; for πόθεν; Sophr.125, A.Ag.1507(lyr.), Orph.Fr.32(b).3, cf. A.D.Adv.185.15, EM773.19.    II πῶ μάλα; or πώμαλα; where in the world? how in the name of fortune? or, without a question,= οὐδαμῶς, not a whit, Pherecr.9, Ar.Pl.66, Fr.346, Lys.Fr.254 S., D.19.51.πῶπῶ,

   A = πῖνε, drink! Alc.54A: Cypr. πῶθι, Inscr.Cypr.144 H.

German (Pape)

[Seite 826] abgekürzt statt πῶθι, trink! E. M. als Fragewort, wo? Aesch. Ag. 1488, u. Prom. 577, v. l., vgl. Herm. elem. metr. p, 273.

Greek (Liddell-Scott)

πῶ: Ἐπίρρ. Δωρικ. ἀντὶ ποῦ; Α. Β. 604, Ἡσύχ.· ἢ μᾶλλον ἀντὶ πόθεν; Ἐτυμ. Μέγ. 773. 19· - εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1507. ΙΙ. πῶ μάλα; ἢ πώμαλα; ποῦ ἐπὶ τέλους; πῶς τέλος; ἢ ἄνευ ἐρωτήσεως, = οὐδαμῶς, οὐδόλως, διόλου, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 9, Πλοῦτος: ὦ τᾶν, ἀπαλλάχθητον, ἀπ’ ἐμοῦ, - χορὸς: πώμαλα Ἀριστοφ. Πλ. 66, Ἀποσπάσ. 126, Λυσίας παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Δημ. 357. 2.

Greek (Liddell-Scott)

πῶ: συντετμημένον ἀντὶ πῶθι, πῖθι, πίε, κατὰ τὴν Αἰολ. διάλεκτ., «ἔστι δὲ καὶ ῥῆμα (πῶ) παρ’ Αἰολεῦσιν· οἷον, Χαῖρε καὶ πῶ· ὅπερ λέγεται ἐν ἑτέρῳ σύμπωθι» Μεγ. Ἐτυμολ. 698, 51 ἐκ ποιητοῦ τινος.

Greek Monotonic

πῶ: επίρρ., Δωρ. αντί ποῦ;
I. πού; σε Αισχύλ.
II. πῶ μάλα; ή πώμαλα; πώς επιτέλους; ουδόλως, σε Αριστοφ., Δημ.