τράχωμα: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6_21) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τράχωμα''': τό, [[τραχύτης]], ἰδίως τῶν [[ἔνδον]] μερῶν τῶν βλεφάρων, «καθαίρει τὰ λευκώματα... καὶ τὰ τραχώματα σμήχει» Διοσκ. 1. 77, «τὸ [[τράχωμα]] [[τραχύτης]] τῶν [[ἔνδον]] τοῦ βλεφάρου μερῶν˙ ἐπιταθὲν δέ... [[σύκωσις]] καλεῖται˙ ἐγχρονίσασα δέ... [[τύλος]] ὀνομάζεται» Ἰω. Ἀκτουάρ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2, σ. 445, 8. - [[Κατὰ]] Γαλην. Τῶν κατὰ Τόπους, 4, «τραχώματα... τραχύτητας βλεφάρων, ὑφ’ ὧν κατὰ τὰς [[ὀφθαλμίας]] οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν ὀδυνῶνται κοπτόμενοι». | |lstext='''τράχωμα''': τό, [[τραχύτης]], ἰδίως τῶν [[ἔνδον]] μερῶν τῶν βλεφάρων, «καθαίρει τὰ λευκώματα... καὶ τὰ τραχώματα σμήχει» Διοσκ. 1. 77, «τὸ [[τράχωμα]] [[τραχύτης]] τῶν [[ἔνδον]] τοῦ βλεφάρου μερῶν˙ ἐπιταθὲν δέ... [[σύκωσις]] καλεῖται˙ ἐγχρονίσασα δέ... [[τύλος]] ὀνομάζεται» Ἰω. Ἀκτουάρ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2, σ. 445, 8. - [[Κατὰ]] Γαλην. Τῶν κατὰ Τόπους, 4, «τραχώματα... τραχύτητας βλεφάρων, ὑφ’ ὧν κατὰ τὰς [[ὀφθαλμίας]] οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν ὀδυνῶνται κοπτόμενοι». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΜΑ<br />[[λοιμώδης]] [[πάθηση]] του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. [[κοκκώδης]] [[επιπεφυκίτιδα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμα</i>, [[κατά]] το <i>γλαύκ</i>-<i>ωμα</i>].———————— <b>(II)</b><br />το, Ν<br />τα [[μετρητά]] ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο [[δώρο]], αλλ. [[εξώπροικα]] ή [[παραπροίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο μσν. ρ. <i>τραχώνω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τραχύ</i> «ασημένιο [[νόμισμα]]» (ουδ. του επιθ. [[τραχύς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A trachoma in the eyes, in pl., Id.1.64, Gal.UP10.11, PSI4.299.6 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1136] τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τράχωμα: τό, τραχύτης, ἰδίως τῶν ἔνδον μερῶν τῶν βλεφάρων, «καθαίρει τὰ λευκώματα... καὶ τὰ τραχώματα σμήχει» Διοσκ. 1. 77, «τὸ τράχωμα τραχύτης τῶν ἔνδον τοῦ βλεφάρου μερῶν˙ ἐπιταθὲν δέ... σύκωσις καλεῖται˙ ἐγχρονίσασα δέ... τύλος ὀνομάζεται» Ἰω. Ἀκτουάρ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2, σ. 445, 8. - Κατὰ Γαλην. Τῶν κατὰ Τόπους, 4, «τραχώματα... τραχύτητας βλεφάρων, ὑφ’ ὧν κατὰ τὰς ὀφθαλμίας οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν ὀδυνῶνται κοπτόμενοι».
Greek Monolingual
(I)
το, ΝΜΑ
λοιμώδης πάθηση του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. κοκκώδης επιπεφυκίτιδα
μσν.
τραχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -ωμα, κατά το γλαύκ-ωμα].———————— (II)
το, Ν
τα μετρητά ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο δώρο, αλλ. εξώπροικα ή παραπροίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. ρ. τραχώνω < τραχύ «ασημένιο νόμισμα» (ουδ. του επιθ. τραχύς)].