ἐπισχύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισχύω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, [[ἐνισχύω]], τὴν πόλιν Ξεν. Οἰκ. 11, 13. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἰσχυρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 4· [[ὑπερισχύω]], Διόδ. 5. 59· [[ἐπιμένω]], οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 5.
|lstext='''ἐπισχύω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, [[ἐνισχύω]], τὴν πόλιν Ξεν. Οἰκ. 11, 13. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἰσχυρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 4· [[ὑπερισχύω]], Διόδ. 5. 59· [[ἐπιμένω]], οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 5.
}}
{{bailly
|btext=rendre fort <i>ou</i> puissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰσχύω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισχύω Medium diacritics: ἐπισχύω Low diacritics: επισχύω Capitals: ΕΠΙΣΧΥΩ
Transliteration A: epischýō Transliteration B: epischyō Transliteration C: epischyo Beta Code: e)pisxu/w

English (LSJ)

(ἰσχύς)

   A make strong or powerful, τὴν πόλιν X.Oec.11.13.    II intr., to be or grow strong, Thphr.CP2.1.4; prevail, D.S. 5.59, Corn.ND7 ; to be urgent, ἐπίσχυον λέγοντες Ev.Luc.23.5 ; ὁ λόγος -ύσει πρὸς συμβουλίαν ἢ διδαχήν Vett.Val.48.6.

German (Pape)

[Seite 988] stark machen, verstärken, τὴν πόλιν, bejstehen, Xen. Oec. 11, 13; – intrans., stark werden, Theophr.; τῆς κατὰ τὸ πεπρωμένον ἀνάγκης ἐπισχυούσης D. Sic. 5, 59; drängen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισχύω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἐνισχύω, τὴν πόλιν Ξεν. Οἰκ. 11, 13. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἰσχυρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 4· ὑπερισχύω, Διόδ. 5. 59· ἐπιμένω, οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 5.

French (Bailly abrégé)

rendre fort ou puissant.
Étymologie: ἐπί, ἰσχύω.