προακούω: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> προήκουσα, <i>pf.</i> προακήκοα, <i>etc.</i><br />entendre <i>ou</i> apprendre d’avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκούω]]. | |btext=<i>ao.</i> προήκουσα, <i>pf.</i> προακήκοα, <i>etc.</i><br />entendre <i>ou</i> apprendre d’avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκούω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[πρό]] and [[ἀκούω]]; to [[hear]] [[already]],i.e. [[anticipate]]: [[hear]] [[before]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:51, 25 August 2017
English (LSJ)
A hear beforehand, τι Hdt.2.5, 5.86, etc.; τῶν ἐνυπνίων Plb.10.5.5; περί τινος D.22.35; προακηκόεε ὅτι . . Hdt.8.79; προακηκοότες ὡς εἶχε how matters stood, Id.6.16; of a horse, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν X.Cyr.4.3.21.
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἀκούω), vorher, voraus hören; προακήκοε ὅτι, Her. 8, 79; Dem. 24, 17 u. öfter; προακηκοότες καὶ ἐν τοῖς πρόσθεν, Plat. Legg. VII, 797 a; οἱ προακηκοότες τῶν ἐνυπνίων, Pol. 10, 5, 5; Sp., wie Plut. u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰκούω: μέλλ. -ακούσομαι, ἀκούω πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· περί τινος Δημ. 604. 7· ὡσαύτως, προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21.
French (Bailly abrégé)
ao. προήκουσα, pf. προακήκοα, etc.
entendre ou apprendre d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀκούω.
English (Strong)
from πρό and ἀκούω; to hear already,i.e. anticipate: hear before.